Με το τρίτο κύμα της πανδημίας να πλησιάζει στην κορύφωσή του και τον λαό στα όρια της ψυχολογικής και οικονομικής εξάντλησης, το πολιτικό προσωπικό έδειξε για άλλη μια φορά την ωριμότητα του. Μετέτρεψε την υπόθεση Κουφοντίνα σε μείζονος σημασίας αφού του προσέφερε πεδίο δόξης λαμπρόν. Ένα ζήτημα μάλλον κούφιο στην ουσία του αλλά επωφελές για την αντιπολίτευση έγινε παράλληλα ωφέλιμο για την Κυβέρνηση χάρη στον αποπροσανατολισμό που προκαλούσε. Θα μου πείτε, συνηθισμένα φαινόμενα στην εξουσία. Και θα συμφωνήσω.
Στην πορεία, η ίδια Κυβέρνηση που εκλέχθηκε με υποσχέσεις νόμου και τάξης, αυτή που δεν παραλείπει να κουνάει το δάχτυλο σε μια κοινωνία που παρά τον πρόστυχο στιγματισμό της έχει επιδείξει αξιοθαύμαστη πειθαρχία, παρακολουθεί άπραγη το κέντρο της Αθήνας να κλείνει καθημερινά από αθρόες διαδηλώσεις το πολύ χιλίων υποστηρικτών του κουφοντινικού αγώνα. Ταυτόχρονα φυσικά δεν παραλείπει να διανθίσει τους σωστούς βραδινούς ελέγχους κυκλοφορίας με εξορμήσεις σε πλατείες, τα μοναδικά δηλαδή καταφύγια που επιτρέπει ο νόμος στους ασφυκτιούντες πολίτες με βάση τις ισχύουσες απαγορεύσεις.
Περιέργως πως, αυτοί που προκρίνονται για την διενέργεια τους είναι η ομάδα Δίας, γνωστή για την διπλωματία με την οποία βρίσκει μετριοπαθείς και συμβιβαστικές λύσεις σε οποιοδήποτε πρόβλημα ανακύψει. Με το λουρί εδώ και καιρό λυμένο από τον πολιτικό της προϊστάμενο ξεπερνά γρήγορα τις τυπικότητες τύπου συστάσεις και κατευνασμός και δίνει τη λύση, ξεριζώνοντας το ανύπαρκτο πρόβλημα της ανυπακοής από τη ρίζα του.
Πιο σωστά, δίνει τη λύση σε ένα διαφορετικό πρόβλημα.
Πριν τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης, το εκλογικό σώμα στο σύνολο του ανησυχούσε για την ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων και δυσθυμούσε για την έλλειψη αποτελεσματικότητας της πολιτικής που ακολουθούνταν, ειδικά από τη στιγμή που το ίδιο υπήρξε σε γενικές γραμμές υπάκουο στα κελεύσματα της. Η αυξημένη καταστολή που είχε ζήσει από την αλλαγή της Κυβέρνησης και έπειτα είχε γίνει σε ορατό βαθμό δεκτή ως αναγκαίο κακό, μια παροδική μετακόμιση του εκκρεμούς στην άλλη πλευρά ως ότου το σύστημα ισορροπήσει από την ελευθεριότητα που προηγήθηκε.
Η κτηνωδία της Κυριακής έφερε την πρώτη πράξη της ιλαροτραγωδίας. Ξεκίνησε από την ανεκδιήγητη εκδοχή της ΕΛ.ΑΣ και την βολικά αόριστη τοποθέτηση του υπουργού Δημόσιας Τάξης και συνέχισε με εκείνο το ευφάνταστο «εικόνες που ενόχλησαν», λες και μιλάμε για φαγητό που προκάλεσε δυσπεψία. Η στιγμή κρίθηκε κατάλληλη για να βγει από το συρτάρι η προανακριτική Παππά, ενώ για γαρνιτούρα ο Πρωθυπουργός αποφάσισε να συναντηθεί με τον υπεύθυνο της επιτροπής ελέγχου της αστυνομικής βίας που ο ίδιος κατέστησε διακοσμητική, αποφασίζοντας να συζητήσει τους τρόπους βελτίωσης της εκπαίδευσης των αστυνομικών οργάνων – για το πόρισμα – καταπέλτη ή για αναζήτηση ευθυνών ούτε λόγος. Τι σημασία έχει άλλωστε αν η χώρα μας έχει καταδικαστεί επανειλημμένα από διεθνείς οργανισμούς; Την ίδια στιγμή το όνομα του ανθρώπου που ξυλοκοπήθηκε στην Πλατεία γινόταν βούκινο, το μάτι έκλεινε, ξέρετε τώρα, από αυτούς ήταν, του περιθωρίου, κατά βάθος το άξιζε, ο κόσμος είναι πιο ασφαλής από σήμερα, μας χρωστάτε και χάρη. Το ίδιο βράδυ, τα παιδιά βγήκαν Πανόρμου και έσπαγαν κάτι ήδη σπασμένα φανάρια.
Κάποιος θα υπέθετε πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνηση του πάσχουν από ανικανότητα να αφουγκραστούν την κοινωνία και ως εκ τούτου να προβούν τάχιστα στις απαραίτητες κινήσεις εκτόνωσης μιας κλιμακούμενα πολύ επικίνδυνης κατάστασης, ειδικά εν καιρώ πανδημίας. Φευ: το σκηνικό που είχε τεχνηέντως δημιουργηθεί αποτέλεσε την ιδανική ευκαιρία.
Μόνο κάποιος περαστικός από την Ελλάδα δεν θα ήταν σε θέση να προβλέψει την εξέλιξη των πραγμάτων. Η αυθόρμητη πορεία που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Κυριακής έγινε προγραμματισμένη δύο ημέρες αργότερα. Όπως κάθε ειρηνική διαδήλωση στην οποία συμμετέχει κατά πλειοψηφία κόσμος χωρίς κομματικές ταμπέλες, έτσι και σε αυτή έγινε προσπάθεια καπηλείας από τα κόμματα της Αριστεράς και εν τέλει αμαυρώθηκε από τα επεισόδια που έχουν ενσωματωθεί στην νέο-φολκ κουλτούρα μας. Είναι αστείο και μόνο να υπονοήσει κανείς πως οι περίοικοι της Νέας Σμύρνης που θέλησαν να υπερασπιστούν την πλατεία τους αποφάσισαν να ζωστούν μολότοφ και λοστάρια, αλλά δεν έχει σημασία. Το μήνυμα είχε περάσει ήδη – το θλιβερό περιστατικό του λιντσαρίσματος ενός αστυνομικού απλά πολλαπλασίασε την ένταση.
Οι διαδηλωτές έγιναν συλλήβδην ανεύθυνοι, επικίνδυνοι, φασίστες. Η ίδια η φύση της διαδήλωσης απέκτησε επιζήμια χροιά, αν διαδηλώνεις για τη γειτονιά σου την βάζεις σε κίνδυνο. Η πανδημία έγινε ο μανδύας που τα καλύπτει όλα. Σε κοπανάνε εν μέσω κορωνοϊού; Οφείλεις να περιμένεις να τελειώσει μέχρι να διαμαρτυρηθείς.
Η πόλωση και ο διχασμός επέστρεψαν, προς τέρψιν της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ. Η πρώτη, φανερά εξασθενημένη από το ιικό φορτίο που έσκασε στα χέρια της, την Ικαρία, τον Λιγνάδη. Ο έτερος επιδεικτικά ανίκανος να κεφαλαιοποιήσει οποιαδήποτε κυβερνητική αστοχία αν δεν απαντήσει εγκαίρως με τουλάχιστον άλλες τόσες. Τα ακροατήρια επέστρεψαν χαρούμενα στο μαντρί και ο μεσαίος χώρος συρρικνώθηκε ξανά.
«Δεν θα επιτρέψω κανέναν να μας διχάσει», είπε με διχαστικό λόγο ο Πρωθυπουργός της χώρας στο ήδη διχασμένο ακροατήριο, ελπίζοντας να το διχάσει λίγο ακόμη. «Στη μέση δεν έχει χώρο», ήταν σαν να έλεγε. «Θα πρέπει να μετακομίσετε δεξιότερα, για την δική σας ασφάλεια».
Και κάπως έτσι έγινε ξανά αδύνατον να επιθυμείς την τήρηση των νόμων και την τάξη χωρίς να σε πουν φασίστα. Να προσδοκάς την Αστυνομία που φέρει ασφάλεια, όχι τρόμο. Να καταφεύγεις στην ειρηνική διαμαρτυρία χωρίς να θες να ανοίξεις το κεφάλι ενός αστυνομικού στη μέση. Η μετριοπάθεια έγινε ξανά ελάττωμα, ο συμβιβασμός κολεγιά με τον εχθρό, ο διάλογος σημάδι αδυναμίας, η αμφισβήτηση της παράταξης προδοσία, τα χαρακώματα η μοναδική βιώσιμη λύση, τα social media αρένα. Ο καθένας συζητά με τους δικούς του και χαρούμενοι συμφωνούν.
Τις επόμενες ημέρες, όταν τα κρούσματα θα ανέβουν κι άλλο, η βολική Νέα Σμύρνη θα φέρει κι άλλη παράταση στο lockdown, μαζί με την απαραίτητο δάχτυλο που σε επαναφέρει στην τάξη, μικρό, ανόητο, επικίνδυνο, απροστάτευτο, βολικό.