Dungeons, dragons, magic and GodsΤο Divinity: Original Sin 2 έχει κυριαρχήσει στη ζωή μου τις...

Dungeons, dragons, magic and Gods

Το Divinity: Original Sin 2 έχει κυριαρχήσει στη ζωή μου τις τελευταίες μέρες. Σε μια βδομάδα έχω παίξει περίπου 60 ώρες και όταν δεν παίζω, σκέφτομαι τι θα κάνω την επόμενη φορά που θα βρεθώ στο Rivellon. H καθοριστική στιγμή στην οποία “κόλλησα” είναι νομίζω όταν ανακάλυψα εντελώς τυχαία ότι ένας από τους companions μου είχε το ταλέντο Pet Pal, που του επέτρεπε να μιλά σε ζώα. Προσπαθώντας να το τεστάρω, κατέληξα με έναν νέο συνταξιδιώτη: τον σκίουρο-ιππότη Sir Lora. Καβάλα σε έναν ζωντανό σκελετό γάτας, προσπαθεί να σταματήσει το μεγάλο βελανίδι και κατά συνέπεια, το τέλος του κόσμου. Τα προβλήματα είναι ανάλογα με το μέγεθος του ήρωα, μάλλον.

Με τον ερχομό της Definitive Edition, το αριστούργημα της Βελγικής Larian Studios έφτασε και στις κονσόλες ενώ στα PC, όπου είχε κυκλοφορήσει το 2017, η Definitive Edition θα δωθεί ως δωρεάν update. Θα πούμε σε λίγο τι νέο προσφέρει αυτή η ανανεωμένη έκδοση σε σχέση με την αρχική κυκλοφορία του τίτλου. Για όσους όμως δεν ξέρουν, το Divinity: Original Sin 2 είναι ένα old school ισομετρικό RPG στα πρότυπα “θρύλων” των 90ς, όπως το Baldur’s Gate. To πρώτο Divinity: Original Sin κυκλοφόρησε το 2014 και αγαπήθηκε τόσο πολύ, ώστε όταν η Larian Studios ξεκίνησε την καμπάνια χρηματοδότησης στο Kickstarter για το sequel, ο στόχος των 500 χιλιάδων δολλαρίων επιτεύχθηκε σε μόλις δώδεκα ώρες! Συνολικά συγκεντρώθηκαν περισσότερα από δύο εκατομμύρία δολλαρια, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι υπήρχε διψασμένο κοινό για ένα παλαιάς κοπής RPG.

Το Divinity: Original Sin 2 λαμβάνει χώρα στον κόσμο του Rivellon, όπως και ο προκάτοχός του, αλλά αρκετούς αιώνες αργότερα. Αναλαμβάνετε τον ρόλο ενός Sourcerer, που σημαίνει ότι έχετε την ικανότητα να αντλείτε μαγική δύναμη από ένα υλικό που ονομάζεται Source. To πρόβλημα είναι ότι το Source ελκύει κάποια δαιμονικά πλάσματα που λέγονται Voidwoken και γι’ αυτό το λόγο, η χρήση του είναι αρκετά επίμαχη. Εδώ μπαίνει στο προσκήνιο το τάγμα Divine Order υπό την ηγεσία του Bishop Alexandar, ο οποίος σκοπεύει να γίνει ο επόμενος θεός του Rivellon, στα χνάρια του πατέρα του, Lucian. Η λύση του στο πρόβλημα των Voidwoken είναι να μαζέψει όλους τους Sourcerers, να τους φορέσει κολάρα που τους εμποδίζουν να χρησιμοποιήσουν source magic και να τους στείλει στο Fort Joy, που είναι πρακτικά ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί, οι Magisters του τάγματος πειραματίζονται στους Sourcerers προκειμένου να τους αφαιρέσουν την ικανότητα χρήσης του Source.

Ο ήρωας μας και όλοι οι πιθανοί companions είναι αίχμαλωτοι των Magisters σε ένα πλοίο με πορεία προς το Fort Joy, όταν αυτο ναυαγεί και ξεβράζονται στην ακτή. Φυσικά ο πρώτος τους στόχος είναι να βγαλουν τα κολάρα–μαγικά φίμωτρα και να δραπετεύσουν από το νησί, στη συνεχεια όμως ανακαλύπτουν ότι είναι μέρος ενός μεγαλύτερου σχεδίου που θα καθορίσει το μέλλον του κόσμου. Το σενάριο είναι καλογραμμένο, με μπόλικες ανατροπές που εγγυώνται ότι θα σας κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον καθ’όλη τη διάρκεια των 50 περίπου ωρών που θα χρειαστείτε για να ολοκληρώσετε το main story ενώ και τα side quests είναι εξίσου ενδιαφέροντα και θα σας κρατήσουν απασχολημένους τουλάχιστον άλλες 20 ώρες. Παρ’όλα αυτά η γραφή πέφτει σε αρκετά από τα κλισέ των μεσαιωνικών RPGs, χωρίς αυτό να χαλάει αισθητά την εμπειρία.

Το κυριότερο γόητρο του Divinity: Original Sin 2 είναι το τεράστιο βάθος του. Ξεκινώντας από τον character creator, οι επιλογές που έχετε είναι τόσο πολλές που μπορεί να περάσετε ώρες δημιουργώντας τον τέλειο χαρακτήρα. Εναλλακτικά, μπορείτε να διαλέξετε έναν από τους έξι preset χαρακτήρες και να τροποποιήσετε την εμφάνιση και τα stats τους όπως επιθυμείτε. Ο καθένας τους έχει και το δικό του origin story και τους δικούς του στόχους. Προσωπικά διάλεξα την μουσικό Loshe, η οποία έχει κυριευτεί από ένα σκοτεινό άγνωστο πνεύμα και αναζητά απεγνωσμένα τρόπο να το ξεφορτωθει. Αν παρ’όλα αυτά επιλέξετε να φτιάξετε έναν δικό σας χαρακτήρα, θα έχετε την ευκαιρία να συναντήσετε και τους έξι ήρωες στο Fort Joy και να μάθετε το παρελθόν τους. Μπορείτε να διαλέξετε μέχρι τρεις και να τους πάρετε μαζί στις περιπέτειές σας, ή να παίξετε ως μοναχικός ήρωας. Η παρουσία τους όμως δίνει συχνά έξτρα επιλογές σε διαλόγους ή και σε ολόκληρα quests, ενώ θα έχετε και την ευκαιρία να συνεχίσετε τις ιστορίες τους, οι οποίες είναι πολύ ενδιαφέρουσες και συχνά συγκινητικές. Επιπλέον, καθώς μπορείτε να αλλάξετε το class τους όταν τους βάζετε στο πάρτυ σας, είστε ελεύθεροι να διαλέξετε με μοναδικό κριτήριο ποιούς συμπαθείτε περισσότερο.

Τα quests προσφέρουν την ίδια ακριβώς αίσθηση ελευθερίας με την δημιουργία του χαρακτήρα. Δεν θα συναντήσετε ούτε ένα fetch quest και σαν σύνολο είναι τόσο πρωτότυπα και καλογραμμένα όσο αυτά του The Witcher 3. Επιπλέον, μπορείτε να τα προσεγγίσετε με όποιον τρόπο θέλετε, δίνοντας σας μπόλικο χώρο για πειραματισμό. Θα προσεγγίσετε μια κατασκήνωση μισθοφόρων έτοιμοι για μάχη; Ή θα στείλετε ένα πρώην μέλος τους να μιλήσει προσωπικά με τον αρχηγό τους με την ελπίδα να βρεθεί ειρηνική λύση; Αυτή η ελευθερία ενισχύεται ακόμα περισσότερο από την ισχυρή λογική που επικρατεί στα συστήματα του Divinity, ενθαρρύνοντας έτσι και πιο ανορθόδοξες προσεγγίσεις. Έχετε ένα δωμάτιο γεμάτο εχθρικά σκυλιά που πρέπει να ηρεμήσετε; Πετάξτε τους το κόκκινο μπαλάκι που βρήκατε (ή κλέψατε), και θα το κυνηγήσουν.

Σε κάποια κομβικά σημεία παρ’όλα αυτά, δεν θα έχετε άλλη επιλογή από το να πολεμήσετε. Η βασική λογική της μάχης είναι απλή και γνώριμη σε όσους έχουν παίξει turn based games όπως το XCOM. Σε κάθε γύρο έχετε στη διάθεσή σας ένα συγκεκριμένο αριθμό Action Points (AP), τα οποία μπορείτε να ξοδέψετε σε επιθέσεις, ειδικά skills ή κίνηση του χαρακτήρα. Αυτό που κάνει το combat system του Divinity διαφορετικό, είναι η χρήση των στοιχειών του περιβάλλοντος ως όπλα. Το αίμα που έχει χυθεί στο έδαφος μπορεί να ηλεκτριστεί με το κατάλληλο spell και να κάνει ζημιά σε οποιονδήποτε στέκεται σε αυτό, το δηλητήριο είναι εύφλεκτο και μια σπίθα θα εξαπλωθεί ταχύτατα στο πεδίο της μάχης και ο κεραυνός θα εξατμίσει το νερό δημιουργώντας ατμούς και μειώνοντας την ορατότητα. Εν συντομία, η μάχη είναι τόσο πολυποίκιλη όσο είναι δύσκολη. Η στρατηγική σκέψη και σωστή τοποθέτηση των χαρακτήρων ανταμείβεται, ενώ οι απερίσκεπτες κινήσεις τιμωρούνται σχεδόν αμέσως.

Όσον αφορά το customization των χαρακτήρων, με την απόκτηση exp points θα μπορείτε να αναθέσετε πόντους σε τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες. Τα Attributes είναι τα βασικά stats που καθορίζουν τα HP του ήρωα, το damage του, πόσο initiative θα έχει, πόσα special skills θα μπορεί να μάθει κλπ. Τα Combat Abilities καθορίζουν την αποτελεσματικότητα του ήρωα με κάθε τύπο όπλων, το defense του και τους επιτρέπουν να μάθουν νέα skills. Τα Civil Abilities αφορούν κυρίως τις αλληλεπιδράσεις με NPC και ανοίγουν νέες επιλογές στους διαλόγους, ενώ τα talents προσφέρουν μοναδικά passive abilities, όπως για παράδειγμα το Pet Pal talent που αναφέραμε παραπάνω και προσφέρει την δυνατότητα ομιλίας με ζώα. Είναι προφανές από την τεράστια ποικιλία upgrades ότι μπορείτε να διαμορφώσετε τον χαρακτήρα σας με μεγάλη ευελιξία, ακόμα και αλλάζοντας κατεύθυνση στα μισά του Playthrough. Αν δεν είστε ικανοποιημένοι με τον Necromancer σας μπορείτε να τον μετατρέψετε σε Battlemage χωρίς κανένα πρόβλημα. Βασικά, η επένδυση σε παραπάνω από ένα skill συχνά ενθαρύνεται, προκειμένου κάθε χαρακτήρας να μπορεί να κάνει τόσο magic, όσο και physical damage ανάλογα με την περίσταση.

Φυσικά, το Divinity: Original Sin 2 δεν είναι, σε καμία περίπτωση, τέλειο. To μεγαλύτερο παράπονο είναι το Journal, στο οποίο αναγράφονται τα quests. Είναι εσκεμμένα ασαφές, προκειμένου να προκαλέσει τον παίκτη να λύσει κάθε πρόβλημα με δικό του τρόπο, αντι να ακολουθεί τυφλά ένα waypoint. Παρ’όλα αυτά οι περιγραφές πολλές φορές μοιάζουν ελλειπείς, ενώ ποτέ δεν γίνεται ξεκάθαρο ποια side quests είναι άμεσα διαθέσιμα και ποια βρίσκονται σε άλλη περιοχή στην οποία δεν έχετε πρόσβαση ακόμα. Το πρόβλημα αυτό ήταν πολύ πιο έντονο στην πρώτη κυκλοφορία του τίτλου στα PC, αφού για την Definitive Edition η Larian Studios ξαναέγραψε πολλές από τις περιγραφές των quests, χωρίς όμως να λύσει εντελώς το πρόβλημα.

Οπτικά, το Divinity Original Sin είναι ένα έργο τέχης, με όμορφα σχεδιασμένα περιβάλλοντα που κυμαίνονται από χαρούμενα πράσινα λιβάδια και μικρές γραφικες πόλεις, μέχρι καταραμένα νησιά κατοικούμενα από δαίμονες και σκοτεινές σπηλιές που χρησιμοποιούνται ως δωμάτια βασανιστηριών. Κάθε ένα προκαλεί το σωστό συναίσθημα με τον λεπτομερή και κομψό σχεδιασμό του, και συνδυαζόμενα με τα εξαιρετικά animations και τα special effects των spells, το συνολικό αποτέλεσμα είναι μια οπτική πανδαισία. Στα ίδια επίπεδα κινείται και ο ακουστικός τομέας, όπου το soundtrack συνδυάζει αιθέριες φωνές με πνευστά και έγχορδα που δένουν αβίαστα μεταξύ τους δημιουργώντας μια epic fantasy ατμόσφαιρα. Το voice acting είναι σχετικά καλό, ιδιαίτερα στους κύριους ρόλους, αν και θα παρατηρήσετε σίγουρα μερικές περίεργες προφορές σε δευτερεύοντες χαρακτήρες. Η φωνή που θα ακούτε περισσότερο είναι αυτή του αφηγητή, η οποία θα σας συνοδεύει καθ’όλη την διάρκεια του playthrough σας. Ευτυχώς λοιπόν που η εκφραστική και ανάλαφρη αφήγησή του είναι τόσο καλή, που να μην γίνεται ενοχλητική ούτε δευτερόλεπτο.

H Definitive Edition του Divinity: Original Sin 2 φέρνει περαιτέρω βελτιώσεις σε έναν ήδη καλό τίτλο. Η βασικότερη ίσως είναι η αναθεώρηση των διαλόγων της Act 3, ιδιαίτερα σε αυτούς ενός συγκεκριμένου companion, του οποίου η προσωπική ιστορία είχε θεωρηθεί ελλειπής από τους παίκτες. Επιπλέον, στο ίδιο κομμάτι, προστέθηκαν μερικές έξτρα μάχες και βελτιώθηκαν κάποιες από τις υπάρχουσες. Στην εισαγωγή προστέθηκε ένα εκτεταμένο tutorial προκειμένου να βοηθήσει νέους παίκτες να κατανοήσουν τα ομολογουμένως πολύπλοκα συστήματα του Divinity: Original Sin 2 και, όπως αναφέραμε παραπάνω, το quest journal αναθεωρήθηκε προκειμένου να είναι πιο σαφές στον παίκτη τι πρέπει να κάνει και που.

Ακόμα δεν έχουμε μιλήσει για τον ελέφαντα στο δωμάτιο: την μετάφραση των controls ενός κλασσικού computer RPG στα περιορισμένα κουμπιά ενός controller. Εδώ είναι που το Divinity: Original Sin 2 – Definitive Edition πραγματικά μεγαλουργεί. Η πλοήγηση στα διάφορα menus με ένα controller είναι σίγουρα πιο αργή από ότι με πληκτρολόγιο και ποντίκι, αλλά παραμένει αβίαστη και εύκολη. Η εναλλαγή μεταξύ χαρακτήρων και η μετάβαση στα διάφορα menus γίνεται με δύο ακτινικά μενού που εμφανίζονται πατώντας τα L2 και R2 αντίστοιχα, ενώ κρατώντας το x στο PS4 θα σκανάρετε την τριγύρω περιοχή για loot χωρίς να χρειαστεί να κάνετε κλικ στα πάντα. Τα ξεχωριστά inventories των χαρακτήρων έχουν συνδυαστεί στην ίδια οθόνη για λιγότερο ψάξιμο, ενώ και η γραμματοσειρά έχει αυξηθεί προκειμένου να βλέπουν άνετα τα κείμενα όσοι παίζουν από τον καναπέ τους. Το μόνο πράγμα που ίσως χρήζει βελτίωσης είναι η ακρίβεια των μοχλών στην επιλογή αντικειμένων καθώς, ιδιαίτερα στην ένταση της μάχης, μπορεί να βρεθείτε να επιτίθεστε σε συμμάχους ή να δίνετε buffs… στο έδαφος.

Όσον αφορά το performance του τίτλου, παρατηρήσαμε αρκετά frame drops κατά τη διάρκεια μαχών, ιδιαίτερα όταν εμφανίζονταν πολλά special effects, όπως επίσης και μικρά stutters σε cpu intensive περιοχές. Επιπλέον τα loading times είναι αρκετά μεγάλα, πράγμα κατανοητό βέβαια για ένα game τέτοιου μεγέθους, και ένα side quest δεν προχωρούσε εξαιτίας ενός bug. Παρ’όλα αυτά η γενική εμπειρία θα λέγαμε ότι είναι ικανοποιητική, και αυτά τα προβλήματα μπορούν εύκολα να λυθούν στο μέλλον με patches. Τέλος να σημειώσουμε ότι όλο το campaign του Divinity: Original Sin 2 μπορεί να παιχτεί ολόκληρο σε co-op είτε τοπικά, είτε online.

Το review βασίστηκε στη physical έκδοση του παιχνιδιού για το PS4, η οποία μας παραχωρήθηκε από την Bandai Namco Hellas.

Πηγή: IGN Greece