Το θέμα της αύξησης των πόρων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να διαθέσει η Ε.Ε. 200 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ ώστε να ενισχυθεί ο ρόλος του στην αντιμετώπιση της κρίσης χρέους που πλήττει την ευρωζώνη, συζητήθηκε την Παρασκευή σε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου. Η συζήτηση ανέδειξε τις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν και από τους ομιλητές αφέθηκε να εννοηθεί ότι το θέμα της ενίσχυσης του ΔΝΤ «είναι κυριολεκτικά στον αέρα».
Πέραν από τις δυσκολίες και τις αντιρρήσεις που εκφράστηκαν εκ μέρους της Μπούντεςμπανκ για την διάθεση των 45 δισ. ευρώ που αναλογούν στη Γερμανία από τη γερμανική κεντρική τράπεζα, οι ΗΠΑ τάχθηκαν κατά της αύξησης των πόρων του Ταμείου στο βαθμό που αυτό θα δημιουργούσε προβλήματα στην αμερικανική κυβέρνηση να «περάσει» από το Κογκρέσο μία τέτοια απόφαση για αύξηση της εισφοράς της στο ΔΝΤ. «Είναι αδύνατον να ψηφιστεί» ομολόγησε αμερικανική πηγή.
Ανεπισήμως οι αμερικανικές αρχές θα προτιμούσαν η Ευρώπη να διαθέσει το ποσό αυτό στον EFSF παρά τα κονδύλια να «περάσουν» μέσα από το Ταμείο, προκειμένου να διατεθεί στη συνέχεια σε χώρες της ΕΕ που αντιμετωπίζουν προβλήματα δανεισμού από τις αγορές.
Στη συνεδρίαση η έδρα της Ρωσίας επανέλαβε την άποψη ότι θα μπορούσε να δώσει 10 δισεκ. Ευρώ από τα 20 δισ. που είχε υποσχεθεί. Αδιευκρίνιστη είναι ακόμα και η θέση της Κίνας που επιχειρεί πριν συμφωνήσει στην αύξηση των κεφαλαίων του ΔΝΤ, να λάβει εγγυήσεις από την Ε.Ε. ότι θα της αναγνωριστεί το καθεστώς ελεύθερης οικονομίας ώστε να μπορεί να διαθέτει τα προϊόντα της ανενοχλήτως στην ευρωπαϊκή αγορά.
Πηγή του Ταμείου είπε πως «στο στάδιο αυτό των συζητήσεων δεν φαίνεται ότι είναι εφικτή η εξεύρεση μίας λύσης στα πλαίσια του ΔΝΤ».
Κούρεμα άνω του 60% χρειάζεται η Ελλάδα
Σημειώνεται ότι για το θέμα του «κουρέματος» του ελληνικού χρέους προέκυψε και νέο πρόβλημα. Από το ΔΝΤ διέρρευσε η πληροφορία ότι τα ανώτατα κλιμάκια πιστεύουν πως «χρειάζεται μεγαλύτερο κούρεμα» που θα φτάνει πέραν του 60%. Πηγές του IIF του οποίου ηγείται ο Τσάρλς Νταλλάρα, θεωρούν ότι αυτή η θέση «δημιουργεί επιπρόσθετο πρόβλημα στις διαπραγματεύσεις» που διεξάγονται μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου.