O Χρήστος Καούρης καυτηριάζει τον αναχρονιστικά αναποτελεσματικό τρόπο με τον οποίο επέλεξε ο Ολυμπιακός του Γιάννη Σφαιρόπουλου να αγωνιστεί στον τρίτο αγώνα των τελικών.

Χρειάστηκε να φτάσουμε στο τρίτο παιχνίδι των τελικών για να αποδείξει η έδρα τη δυναμική της. Συνέβη όμως κάτι τέτοιο; Προφανώς ουδείς παραγνωρίζει την ατμόσφαιρα στην συγκινησιακά φορτισμένη κεντρική σάλα του Ο.Α.Κ.Α, αλλά στην πραγματικότητα είδαμε έναν τελικό στον οποίο ο ηττημένος δεν μπορούσε και ο νικητής ελάχιστα πιέστηκε για να δείξει περισσότερα από τα βασικά. Στην πραγματικότητα, δεν είδαμε μόνο έναν μέτριο ποιοτικά τελικό, αλλά έναν αφόρητα βαρετό. Και για αυτό υπεύθυνος δεν είναι άλλος από τον Ολυμπιακό, που το βράδυ της Κυριακής εξέθεσε όσο ελάχιστες φορές τον προπονητή του για το δημιούργημα του. 

Για 40 αγωνιστικά λεπτά οι «ερυθρόλευκοι» χτυπούσαν το κεφάλι τους σε έναν αόρατο τοίχο, γιατί έτσι είχαν σχεδιάσει από πριν πως αυτός θα σπάσει και θα τους επιτρέψει την είσοδο. Άκουσον άκουσον, ο τοίχος έμεινε στη θέση του και ο Ολυμπιακός έφυγε από το παρκέ ηττημένος σε κάθε επίπεδο. 

Είδαμε μια περιφερειακή γραμμή η οποία πλην Σπανούλη δεν είχε συμμετοχή στο παιχνίδι, είτε σε επίπεδο αποφάσεων ή εκτελέσεων. Ο βασικός PG της ομάδας, Βαγγέλης Μάντζαρης, έπαιξε 11 λεπτά ακριβώς με απολογισμό ενός σουτ (0/1 τρίποντο), μηδέν ασίστ, μηδέν λάθη, μηδέν επίδραση. Ο Γιάνις Στρέλνιεκς αγωνίστηκε 2 δευτερόλεπτα περισσότερα και δοκίμασε επίσης ένα σουτ (0/1 τρίποντο) και είχε 2 ασίστ/0 λάθη/1κλέψιμο. Ο Μπράιαν Ρόμπερτς σούταρε περισσότερο σε 17:54 (2π, 0/4 εντός πεδιάς) αλλά σχεδόν αποκλειστικά σε catch n’ shoot καταστάσεις και όχι παίρνοντας αποφάσεις με τη μπάλα. Μέχρι και ο Μπράουν βγήκε από τη ναφθαλίνη (0/3 σουτ). 

Η δουλειά των χειριστών ήταν συγκεκριμένη και διαφοροποιήθηκε ελάχιστα κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Πάρε το πικ, δες την αλλαγή, τροφοδότησε το miss match του ψηλού είτε με άμεση πάσα εισόδου είτε με μια επιπλέον πάσα. 

Αυτό. 

Για απόπειρα διείσδυσης και δημιουργία ανισορροπίας στην άμυνα, ούτε λόγος. Έπρεπε να περάσει ο Μπράουν στο παρκέ για να δούμε περιφερειακό που δεν είχε το «7» στην πλάτη να δοκιμάζει σταυρωτή ντρίμπλα απέναντι σε αντίπαλο ψηλό. 

Σαν να γυρνάς πλάτη όχι στον αντίπαλο, αλλά στο ίδιο το μπάσκετ.

Τι έκανε ο Παναθηναϊκός απέναντι σε αυτή την τακτική; Πίεσε την μπάλα, πολλές φορές ξεκινώντας από τα 4/4 προκειμένου να καθυστερήσει την ήδη χαρακτηριστικά αργή επίθεση του αντιπάλου. Κάπως έτσι οι Πρίντεζης, Μιλουτίνοφ ξεκινούσαν τις περισσότερες φορές τις προσπάθειες τους με 6-7 δευτερόλεπτα στο χρονόμετρο. Αναλόγως τον αμυντικό, είτε εμπιστευόταν το μέγεθος/δύναμη των Ρίβερς, Καλάθη στο χαμηλό ποστ είτε έστελνε σωστά χρονισμένες παγίδες, τις οποίες ο Ολυμπιακός ουδέποτε κατάφερε να εκμεταλλευτεί μεταφέροντας την μπάλα στον ελεύθερο παίκτη. Ελάχιστοι ανησυχούσαν όταν ο παίκτης τους ήταν μακριά από την μπάλα, γιατί ο Ολυμπιακός απλούστατα δεν είχε παιχνίδι μακριά από τη μπάλα: είναι δακτυλοδεικτούμενες οι φορές που αυτή μεταφέρθηκε από τη δυνατή στην αδύνατη πλευρά με ταχύτητα και ακρίβεια, ή που ένα αιφνιδιαστικό κόψιμο μακριά από τη δράση έφερε λέι-απ ή ελεύθερο σουτ. Επιπλέον, «πράσινα» χέρια έβγαιναν συνεχώς στους διαδρόμους πάσας και ανταμείφθηκαν με 10 κλεψίματα και πολύτιμους πόντους στο ανοιχτό γήπεδο.

Και κάπως έτσι το «τριφύλλι» κράτησε τον αντίπαλο του στους 58 πόντους. Άνετα. 

Δεν θα μάθουμε ποτέ αν θα έπαιζε καλύτερα, διότι δεν πιέστηκε για να το μάθουμε. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν θα έπαιζε χειρότερα, διότι… δεν πιέστηκε για να το μάθουμε. Γενικά οι παίκτες του Πασκουάλ ελάχιστα αισθάνθηκαν απειλή κατά τη διάρκεια του τρίτου τελικού. Και πώς να τους αδικήσει κανείς, όταν δεν έχουν δεχτεί περισσότερα από δύο καλάθια συνεχόμενα για κοντά 35 λεπτά, μέχρι δηλαδή η διαφορά να πάει στους 19 πόντους; Πώς να αισθανθεί κανείς μεγαλύτερη ανασφάλεια όταν απέναντι σου έχεις μια ομάδα που εν τέλει σούταρε 19/54 σουτ, ήτοι με 35.2% ευστοχία;

Επειδή πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι, ο Σφαιρόπουλος ακούμπησε τα ρέστα του στα βαριά χαρτιά του, σαν να ξέχασε τι έφερε τη νίκη στο πρώτο παιχνίδι της σειράς. Σπανούλης. Πρίντεζης. Ο πρώτος είδε τον Παναθηναϊκό να επιτίθεται σαν με εμμονή πάνω του στην άμυνα και να μετατρέπει πολλά δικά του λάθη σε πόντους στον αιφνιδιασμό, χωρίς να ανησυχεί ιδιαίτερα από τη στιγμή που ολόκληρος ο Ολυμπιακός παρέμεινε δυσκίνητος σαν πρωινό Δευτέρας της εθνικής οδού στο ύψος της Φιλαδέλφειας. Για σημαντικό χρονικό διάστημα της τρίτης περιόδου ο αρχηγός έπαιξε σαν πόιντ γκαρντ δίπλα σε Παπανικολάου-Παπαπέτρου-Πρίντεζη-Μιλουτίνοφ/Μακλίν: ο Παναθηναϊκός κόλλησε λίγο στην επίθεση, αλλά στην επίθεση δεν ανησύχησε ποτέ απέναντι στα αναρίθμητα post-up. Ο δεύτερος είδε ένα σωρό μπάλες να περνούν από τα χέρια του, αλλά επιβεβαίωσε για τρίτο σερί παιχνίδι στους τελικούς πως δεν είναι σε θέση να κάνει τη διαφορά. Αφού στο ξεκίνημα αχρήστευσε πολλές φάσεις που ο απλά καλός Πρίντεζης τις έχει για προπόνηση, ήταν εξόφθαλμο πως ο Έλληνας φόργουορντ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τον Ολυμπιακό: είχε ανάγκη να του ζητηθούν λιγότερα βάσει αγωνιστικής κατάστασης. 

Την ίδια στιγμή,  οι δύο «Παπ» μετατράπηκαν σε θεατές του αγώνα, βλέποντας τους Μακλίν, Μιλουτίνοφ, Πρίντεζη, ως και τον Γούιλτζερ να δοκιμάζουν περισσότερα σουτ από τους ίδιους. Το παιχνίδι στο ανοιχτό γήπεδο έγινε άγνωστη λέξη, ακόμα και ως πρόθεση. Ο Ρόμπερτς ξέχασε κάθε ιδέα πρωτοβουλίας. Ο Στρέλνιεκς δεν είδε ποτέ καθαρό ουρανό. Ελάχιστοι αισθάνθηκαν σημαντικοί παίζοντας και ακόμα λιγότεροι ευχαριστήθηκαν το παιχνίδι γιατί δοκίμασαν πράγματα που ταιριάζουν στα χαρακτηριστικά τους και κρύβουν τις αδυναμίες τους. Ο Ολυμπιακός ήταν μια ομάδα που έδειχνε να μην πιστεύει στις ικανότητες των παικτών του και προφανώς δεν κατάφερε ούτε κατά διάνοια να τις εκμαιεύσει στο παρκέ. Το «παίζουμε για να εκμεταλλευτούμε τις δυνατότητές μας», αγγλιστί “play to your strengths” έμεινε κενό γράμμα και οι Πειραιώτες μετατράπηκαν σε μια ομάδα θλιβερή να την βλέπει κανείς να ταλαιπωρεί το άθλημα και τον εαυτό της. 

Η θυσία των πολλών, για να ζήσουν οι λίγοι. 

Αν βρίσκετε τα παραπάνω λίγο ή πολύ υπερβολικά, ας δούμε τι ακριβώς είπε ο Γιώργος Πρίντεζης όταν τον ρώτησα για τον μονοδιάστατο τρόπο παιχνιδιού της ομάδας του:

«Η σεζόν είναι τόσο μεγάλη, τα παιχνίδια τόσα πολλά, που βλέπει κανείς πως οι όλες οι μεγάλες ομάδες παίζουν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Νομίζω πως όλοι το ξέρουμε αυτό, κι εγώ το ξέρω. Αν μου ζητηθεί να κάνω ένα βήμα πίσω, να πάρω λιγότερα post-up για να κερδίσουμε, εννοείται πως θα το κάνω με χαρά και μακάρι να γίνει. Έχουμε και παίκτες που μπορούν να βγουν από στάγκερ (σ.σ σκριν), έχουμε και παίκτες που είναι σουτέρ, παίκτες που διαθέτουν κορμιά και μπορούν να τρέξουν στον αιφνιδιασμό. Το θέμα είναι ποιοι είναι στην καλύτερη κατάσταση αυτή τη στιγμή, γιατί αυτό είναι που μετράει. Να δώσει ο καθένας τον καλύτερό του εαυτό για να έχουμε περισσότερες πιθανότητες για να κερδίσουμε». 

Φυσικά ο απόλυτος τζέντλεμαν των ελληνικών παρκέ δεν είχε είπε τίποτα από τα παραπάνω ως κριτική/μομφή για τον προπονητή του. 

Αλλά δεν χρειαζόταν. Η αλήθεια του παρκέ τα είχε πει όλα νωρίτερα.