Δώσε τόπο στην Οργή!
Keepers of the Void. Ο λόγος για να ασχοληθούμε ξανά και “επίσημα” με το Darksiders III. Ή τουλάχιστον αυτό πιστεύαμε και ευελπιστούσαμε μέχρι τη στιγμή που κατέστη σαφές ότι το δεύτερο DLC του τίτλου διακρίνεται από παντελή αποσιώπηση ουσιαστικού περιεχομένου. Και οι ανταμοιβές του συγκεκριμένου δεν δικαιολογούν την απουσία εξιστόρησης, ακόμα και σε μια συμπληρωματική δευτερεύουσα ιστορία, ούτε και δικαιολογούν το επαναλαμβανόμενο gameplay, στο οποίο όχι μόνο δεν υπάρχει εξέλιξη, αλλά το περιεχόμενο του φαντάζει επιπόλαιο και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
Η στοιχειώδης εισαγωγή θέλει τον Vulgrim να μας αναθέτει την αποστολή, να καθαρίσουμε τα Serpent Holes από τους stone marauders ώστε να συνεχίσει να κινείται ελεύθερα. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι δεν είναι και πολύ τιμητικό για έναν καβαλάρη της Αποκάλυψης να κάνει τα θελήματα του εξόριστου δαίμονα με αντάλλαγμα “μπιχλιμπίδια”, άμεσα δεν εμφανίζει την ανεπάρκεια του. Αρχικά πρέπει να πούμε ότι η ενασχόλησή σας με το DLC εξαρτάται από το σημείο στο οποίο βρισκόσαστε στο main game, καθώς τα Hollows αποτελούν τα κλειδιά για να ανοίξετε τις τέσσερις νέες περιοχές (αν και για να είμαστε πιο ακριβείς πρόκειται για μια περιοχή χωρισμένη σε τέσσερις ζώνες).
Η όλη πορεία σας βασίζεται κυρίως στην επίλυση puzzles που θα σας φέρουν ενώπιον του boss της περιοχής. Και παρόλο που οι γρίφοι αρχικά φαίνονται εντυπωσιακοί και έχουν έναν αποδεκτό βαθμό δυσκολίας, η διαρκής επανάληψη τόσο οπτικά, όσο και προς το μοτίβο, ύστερα από την πρώτη επαφή μαζί τους γίνονται μονότονοι και χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο setting. Επαναλαμβανόμενο υλικό, με αδρά διατυπωμένη την δημιουργική διάθεση, που λειτουργεί ως υπόβαθρο σε μια χλιαρή περιπέτεια.
Και φτάνουμε στα boss fights. Το κομμάτι το οποίο θα μπορούσε να αναιρέσει έστω και κατά ένα μέρος τη μετριότητα του gameplay, δεν καταφέρνει να μας αποζημιώσει. Αυτό γιατί πρόκειται για τέσσερις μάχες ίδιες και απαράλλαχτες. Τα bosses καρμπόν το ένα με το άλλο, και δεν πιστεύω ότι το διαφορετικό elemental damage τα διαφοροποιεί. Σιωπηλά, χωρίς ίχνος προσωπικότητας, χωρίς να ανταλλάσουν λέξη με τη Fury, οι πέτρινες μάζες (οι οποίες φέρνουν και λίγο του ρομπότ 209 από Robocop) μας παρασέρνουν σε μια σύγκρουση που δεν είναι σε θέση να εξάψει το ενδιαφέρον. Όσο για την τελευταία μάχη ας την αφήσουμε για… έκπληξη!;
To loot από την άλλη είναι κάτι ευχάριστο που θα φανεί ιδιαίτερα χρήσιμο στο Armageddon mode. Έχουμε τέσσερα νέα όπλα στην κατοχή μας (scythe, axe, polearm και talons of scorn) και μπορούμε πλέον να προμηθευτούμε elemental armor (flame, storm, force και stasis) από τον αγιογδύτη τον Vulgrim. Επιστέγασμα βέβαια αποτελεί η Abyssal armor, όμως να μην ξεχνάμε και το γεγονός ότι στα δυο πρώτα παιχνίδια δεν ήταν κλειδωμένη πίσω από ένα DLC.
To review βασίστηκε στην ψηφιακή έκδοση του παιχνιδιού για PS4, η οποία μας παραχωρήθηκε από την THQ Nordic.
IGN Greece
Πηγή: IGN Greece