Ανεκτίμητες ήταν οι εμπειρίες που αποκόμισε από την παρουσία του στον Ολυμπιακό, τόνισε ο Ερνέστο Βαλβέρδε. Ο Ισπανός τεχνικός υπογράμμισε πως μπορεί να επιστρέψει στους «ερυθρολεύκους» στο μέλλον, ενώ απέδωσε την καλή πορεία των «ερυθρολεύκων» στο καλό κλίμα στις τάξεις της ομάδας. Ο Βαλβέρδε μίλησε στο ΑΠΕ. Αναλυτικά:
Κύριε Βαλβέρδε, κατακτήσατε τρία πρωταθλήματα και δύο Κύπελλα με τον Ολυμπιακό. Ποιο θεωρείτε το πιο σημαντικό και γιατί; Ποιο το πιο δύσκολο και γιατί;
«Ο πιο σημαντικός τίτλος είναι πάντα ο πρώτος που κερδίζεις. Ιδιαίτερα όταν πρέπει να επαναλάβεις την επιτυχία. Γιατί όταν ήρθα για πρώτη φορά, ο Ολυμπιακός είχε κατακτήσει ήδη την προηγούμενη χρονιά και το πρωτάθλημα και το Κύπελλο και είχα την υποχρέωση να οδηγήσω και πάλι την ομάδα σε νταμπλ. Ο πιο δύσκολος τίτλος πρωταθλήματος ήταν ο τελευταίος, ο φετινός. Κι αυτό γιατί κατά κάποιο τρόπο ο Παναθηναϊκός ήταν πολύ δυνατός αντίπαλος στην αρχή και για ένα διάστημα ήταν πολύ δύσκολο για εμάς να τον φτάσουμε. Από εκεί και πέρα, τα δύο Κύπελλα ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Το πρώτο το κερδίσαμε στα πέναλτι, το δεύτερο το κερδίσαμε στο τελευταίο λεπτό της παράτασης, οπότε και τα δύο ήταν δύο δύσκολοι τίτλοι».
Είδαμε -κυρίως στον φετινό Ολυμπιακό- ένα ποδόσφαιρο κατοχής, ένα ποδόσφαιρο κυριαρχίας ανεξαρτήτως αντιπάλου. Αποτελεί αυτό το συγκεκριμένο στιλ παιχνιδιού τη βάση της ποδοσφαιρικής σας φιλοσοφίας; Μπορείτε να μας αναλύσετε αυτή τη φιλοσοφία σας;
«Κάθε ομάδα έχει το δικό της στιλ ή τουλάχιστον θέλει να έχει ένα στιλ αναγνωρίσιμο που να αρέσει στον κόσμο. Ο Ολυμπιακός πρέπει να παίζει επιθετικά, γιατί στην Ελλάδα είμαστε υποχρεωμένοι να κατακτάμε τόσο το πρωτάθλημα όσο και το Κύπελλο και όταν παίζουμε στην Ευρώπη πρέπει να διατηρούμε το ίδιο στιλ. Δεν μπορούμε να κάνουμε τεράστιες αλλαγές του τρόπου παιχνιδιού μας στην Ευρώπη. Δεν υπάρχουν μυστικά. Πρέπει να δουλεύεις σκληρά κάθε μέρα. Κι αυτό επειδή, όταν παίζεις με αυτό το επιθετικό στιλ, σου δημιουργεί την υποχρέωση να είσαι πάρα πολύ καλός και αμυντικά. Δουλέψαμε, λοιπόν πάνω στο επιθετικό στιλ, αλλά το αφομοίωσαν πολύ καλά και οι ποδοσφαιριστές. Αυτό θέλαμε από την αρχή και νομίζω πως ο κόσμος έμεινε ικανοποιημένος, γιατί η ομάδα τα πήγε καλά. Μας βοήθησε βέβαια και το γεγονός πως έχουμε πολύ καλούς ποδοσφαιριστές επιθετικά. Κι έχουμε και αμυντικούς πολύ γρήγορους. Κάτι που μας δίνει τη δυνατότητα να ριψοκινδυνέψουμε. Το επιθετικό στιλ του Ολυμπιακού, λοιπόν δεν οφείλεται αποκλειστικά στη δική μου φιλοσοφία, αλλά βασίζεται σε όλους. Και βέβαια διαθέτουμε καλούς παίκτες ακριβώς επειδή είμαστε μία καλή ομάδα υποχρεωμένη να νικά. Όλα είναι κύκλος»!
Τον πρώτο χρόνο είδαμε τον Ολυμπιακό να πετυχαίνει μεγάλες νίκες στην Ευρώπη στα εντός έδρας παιχνίδια όπως με Χέρτα Βερολίνου και Μπενφίκα. Δεν είχε όμως την ίδια επιτυχία και εκτός έδρας. Αντίθετα την τελευταία χρονιά ο Ολυμπιακός κατάφερε να κοιτάξει στα μάτια και την Άρσεναλ και την Ντόρτμουντ και τη Μαρσέιγ στα γήπεδά τους. Τι είναι αυτό που αλλάξατε στην ομάδα και απέκτησε αυτοπεποίθηση και έδειξε αυτή την εικόνα απέναντι σε μεγάλους αντιπάλους;
«Οι παίκτες μετά από δύο ή τρία χρόνια, με γνωρίζουν πια καλά και όλα έγιναν πιο εύκολα φέτος. Έχουν συνηθίσει πια αυτό που τους λέω τόσο καιρό. Επίσης έχουμε πολύ ικανούς παίκτες κι έτσι μέσα στο κέντρο του γηπέδου ήμασταν πολύ δυνατοί. Διαθέτουμε πολύ γρήγορους παίκτες. Βοηθούσε το γεγονός αυτό να παίζουμε με τον ίδιο τρόπο σε όποια διοργάνωση συμμετείχαμε, είτε εντός, είτε εκτός έδρας. Δεν μου αρέσει αυτό το στιλ, παραδείγματος χάρη όταν παίζουμε εκτός έδρας να είμαστε πιο αμυντικοί, να κλεινόμαστε πίσω και να παίζουμε με αντεπιθέσεις. Πάντα έλεγα στους παίκτες μου πως ήθελα να κάνουν το ίδιο, είτε παίζαμε στο γήπεδό μας, είτε σε οποιοδήποτε γήπεδο στην Ευρώπη. Και νομίζω πως αυτό ήταν που άρεσε τελικά και στον κόσμο. Το γεγονός ότι παίξαμε ωραίο ποδόσφαιρο σε όλα τα γήπεδα και το γεγονός πως κάναμε μία καλή πορεία στην Ευρώπη φέτος. Νομίζω πως αυτό έδωσε και τη μεγαλύτερη χαρά στον κόσμο».
Φέτος ο Ολυμπιακός αποκλείστηκε στις λεπτομέρειες από τo Τσάμπιονς Λιγκ. Στη συνέχεια έδειξε ότι μπορούσε να φτάσει ψηλά στο Γιουρόπα Λιγκ, όπου και πάλι αποκλείστηκε στις λεπτομέρειες. Με βάση τους αντιπάλους που θα είχε αν προκρινόταν, πόσο ψηλά πιστεύετε ότι θα μπορούσε να φτάσει;
«Ναι, πράγματι είναι μία απογοήτευση ο αποκλεισμός μας στο Γιουρόπα Λιγκ, κυρίως με τον τρόπο που συνέβη. Όλα έγιναν μέσα σε πέντε λεπτά. Μας συνέβη το ίδιο και στο Τσάμπιονς Λιγκ. Είχαμε προκριθεί στην επόμενη φάση, όμως ένα γκολ της Μαρσέιγ μας πέταξε εκτός διοργάνωσης την τελευταία στιγμή. Μετά τη Μέταλιστ, παίζαμε εκτός έδρας με τον Παναθηναϊκό. Δεν υπήρχε χρόνος για δυσαρέσκεια. Στο ποδόσφαιρο μπορεί να πικραθείς, αλλά σύντομα πρέπει να ξαναπαίξεις. Σχετικά με το μέχρι που θα μπορούσαμε να είχαμε φτάσει… δεν ξέρω! Μάλλον θα παίζαμε με την Σπόρτιγκ Λισαβόνας. Η αλήθεια είναι πως είχαμε φιλοδοξίες και προσδοκίες να φτάσουμε μακριά στη διοργάνωση, να είμαστε στον ημιτελικό και μετά θα βλέπαμε. Όμως έτσι είναι το ποδόσφαιρο!»
Έχετε θέσει τις βάσεις για να μπορέσει ο Ολυμπιακός μελλοντικά να φτάσει ακόμη ψηλότερα. Τι λείπει από τον Ολυμπιακό για να κάνει τα όνειρα των φιλάθλων του πραγματικότητα και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις στο μέλλον;
«Δεν θεωρώ πως εγώ έβαλα τις βάσεις. Κάθε προπονητής όταν δουλεύει κάπου κάνει κάτι, αλλά μετά έρχεται άλλος προπονητής και πρέπει να κάνει κάτι άλλο. Ο νέος προπονητής θα έχει διαφορετικές ιδέες. Όσον αφορά στο τι λείπει από τον Ολυμπιακό για να τα πάει ακόμη καλύτερα στο Τσάμπιονς Λιγκ… δύσκολο. Το Τσάμπιονς Λιγκ είναι μία πολύ απαιτητική διοργάνωση, περίπλοκη, ο ρυθμός των αγώνων είναι πιο γρήγορος εν συγκρίσει με οποιαδήποτε άλλη λίγκα. Το νιώθεις στην ατμόσφαιρα πόσο σημαντική είναι αυτή η διοργάνωση. Για να είσαι ανταγωνιστικός στο Τσάμπιονς Λιγκ πρέπει να διαθέτεις καλούς παίκτες, νοοτροπία μεγάλης ομάδας, σε άμυνα και σε επίθεση και να μην έχεις… κακή τύχη. Πολλά πράγματα»!
Χωρίς αμφιβολία σε εσάς οφείλεται το καλό κλίμα στα αποδυτήρια και η σωστή διαχείριση των προσωπικοτήτων. Πως το καταφέρνετε;
«Δεν το νομίζω (αντέδρασε ο Ερνέστο Βαλβέρδε γελώντας). Αυτό δεν οφείλεται σε μένα. Είναι κάτι που εξαρτάται από τον χαρακτήρα των παικτών. Οι παίκτες αισθάνονται καλά και έχουν δημιουργήσει μία ομάδα στην οποία όλοι συνεργάζονται. Προσπαθώ όσοι δουλεύουν μαζί μου να μένουν ευχαριστημένοι. Και επίσης προσπαθώ να είμαι δίκαιος με τους παίκτες. Υπάρχουν παίκτες που αξίζουν να παίξουν, αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούν. Τα πάνε πολύ καλά στην προπόνηση… αλλά δεν βγάζουν τον καλό εαυτό τους στους αγώνες. Και τότε είναι δύσκολο. Πιστεύω πως η πίεση που ασκείται στην ομάδα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα παίζει μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του καλού ή του κακού κλίματος. Πάντα θα υπάρχουν διαφωνίες μέσα σε μία ομάδα. Τα συζητάμε και τα λύνουμε. Όμως συχνά, στον Τύπο παραδείγματος χάρη, δίνεται μεγαλύτερη έκταση. Αυτό που θέλω να πω τέλος πάντως είναι πως αν νικάς, όλα θα πάνε καλά. Έτσι είναι τα πράγματα».
Είναι γνωστό πως ως προπονητής προτιμάτε ένα μικρό ρόστερ στις ομάδες σας. Γιατί;
«Όταν έχεις ένα μικρό ρόστερ, στο τέλος όλοι αισθάνονται πως προσφέρουν. Αυτό που θέλεις τελικά είναι να συμμετέχουν όλοι. Όταν έχεις μια ομάδα με 30 παίκτες, υπάρχουν 19 που δεν παίζουν κάθε εβδομάδα. Κι αυτό δημιουργεί προβλήματα. Προτιμώ να έχω μια ομάδα που ο καθένας συμμετέχει από το να γεμίσω την ομάδα ποδοσφαιριστές, που αργότερα θα δημιουργήσουν προβλήματα στην προπόνηση. Γιατί όταν ο παίκτης δεν παίζει… δεν είναι το ίδιο».
Αλήθεια ποιον παίκτη από το φετινό ρόστερ του Ολυμπιακού θα παίρνατε μαζί σας στην επόμενη ομάδας σας; Και ποιοι θα μπορούσαν να σταθούν στην Πριμέρα Ντιβιζιόν;
«Έχω μείνει ικανοποιημένος απ’ όλους. Νομίζω πως όλους θα τους έπαιρνα. Τον Τοροσίδη, τον Αβραάμ (Παπαδόπουλος), τον Χολέμπας τον «Γερμανό» (γελάει), τον Μανιάτη, τον «Φέτφα»… όλους. Κάθε ένας έχει την ποιότητά του. Φέτος βάλαμε τον Μανιάτη να παίξει σε μία θέση που δεν ήταν η συνηθισμένη του. Πάντα έπαιζε πλάγιος. Τα πήγε πολύ καλά. Είναι τόσοι αυτοί που θα έπαιρνα μαζί μου αν βέβαια δεν έμεναν εδώ. Χωρίς αμφιβολία οι Έλληνες θα μπορούσαν να σταθούν επάξια στην Πριμέρα Ντιβιζιόν, όχι μόνο από τον Ολυμπιακό, αλλά και από όλες ομάδες. Δεν έχω καμία αμφιβολία».
Και ποιος από τους Ισπανούς που φέρατε εσείς, σας δικαίωσε περισσότερο;
«Είναι πολύ δύσκολο για μένα να ξεχωρίσω έναν. Δεν μπορώ να αισθάνομαι περισσότερο υπερήφανος για τον Φουστέρ π.χ. απ΄ ό,τι για τον Ορμπάιθ ή τον Μαρκάνο. Έμεινα ικανοποιημένος μαζί τους. Και οι Έλληνες τους βοήθησαν πολύ. Οι Ισπανοί που ήρθαν εδώ, είναι αυτό που λέμε παίκτες ομάδας. Παίκτες που δουλεύουν σκληρά για το σύνολο και τα δίνουν όλα στην προπόνηση. Αυτό είναι που μου αρέσει περισσότερο σ’ αυτούς. Κι αυτό εκτιμάται και από τους συμπαίκτες τους. Όταν μιλάς με τους Έλληνες παίκτες γι’ αυτό, τους εκτιμούν όχι μόνο για όσα κάνουν στους αγώνες, αλλά και για την προσπάθεια που καταβάλουν στις προπονήσεις».
Πολλοί πιστεύουν πως ο Μήτρογλου δεν πήρε τις ευκαιρίες που άξιζε στον Ολυμπιακό. Πως το σχολιάζετε αυτό;
«Θα έχουν δίκιο (γέλια). Κοιτάξτε, η δουλειά των προπονητών είναι να λαμβάνουν αποφάσεις. Αποφάσεις π.χ. ανάμεσα στον Μήτρογλου ή τον Μιραλάς, τον Μήτρογλου ή τον Τζιμπούρ ή τον Πάντελιτς. Πρέπει να πεις, λοιπόν, επιλέγω αυτόν ή επιλέγω τον άλλον. Πάντα υπάρχει κάποιος που δεν θα μείνει στο τέλος. Ο Μήτρογλου είναι ένας νεαρός παίκτης, για τον οποίο άλλες ομάδες ενδιαφέρθηκαν και ήθελαν να του δώσουν ευκαιρίες ν’ αγωνιστεί. Γι’ αυτό δόθηκε δανεικός, από τη στιγμή δηλαδή που υπήρχαν άλλοι προπονητές που θα τον χρησιμοποιούσαν. Ο Μήτρογλου είναι καλός παίκτης, είναι ένας μεγάλος παίκτης περιοχής. Μέσα στην περιοχή πετυχαίνει γκολ, σκοράρει με ευκολία και είναι πολύ καλός τεχνικά. Ίσως σε άλλα θα πρέπει βέβαια να βελτιωθεί. Είχε μία πολύ καλή χρονιά φέτος κι αυτό με χαροποιεί, με χαροποιεί και για τον Ολυμπιακό, γιατί είναι παίκτης του Ολυμπιακού».
Έχετε κερδίσει την αγάπη των φιλάθλων του Ολυμπιακού, αλλά επίσης το σεβασμό των αντιπάλων. Πιστεύετε ότι αυτό κερδίζετε με τη δουλειά και με την εν γένει παρουσία ενός επαγγελματία στο χώρο του ποδοσφαίρου;
«Ούτε εγώ μπορώ να το εξηγήσω! Οι άνθρωποι του Ολυμπιακού πάντα με στήριζαν, μου φέρθηκαν άψογα κάθε στιγμή, η ομάδα νικούσε και όλα γίνονται πιο εύκολα όταν η ομάδα πάει καλά. Υπό αυτή την έννοια αισθάνομαι προνομιούχος. Αναφορικά στους ανθρώπους που με σέβονται από τις αντίπαλες ομάδες… αν είναι έτσι… ίσως να συμβαίνει επειδή ως άνθρωπος είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν πως πρέπει να δραματοποιούμε λιγότερο τα πράγματα στο ποδόσφαιρο. Πολλές φορές το ποδόσφαιρο είναι κτηνώδες. Στις συνεντεύξεις Τύπου π.χ. όταν μιλάμε, θα πρέπει να δείχνουμε ανωτερότητα. Αν η ομάδα μας έχει ηττηθεί παραδείγματος χάρη, ας μην χάνουμε τους ρόλους μας, ας μην τα ρίχνουμε όλα στο διαιτητή ή στις ποδοσφαιρικές Αρχές. Προσπαθώ, λοιπόν να επιδεικνύω σεβασμό στις Αρχές, γιατί έχω την εντύπωση πως στο ελληνικό ποδόσφαιρο υπάρχει λεκτική βία σε τεράστιο βαθμό. Εμείς που είμαστε μέσα στο ποδόσφαιρο έχουμε την ευθύνη να το απαλλάξουμε από τέτοια φαινόμενα. Να απαλείψουμε τη λεκτική βία. Αυτή την άποψη έχω».
Πως σας επηρεάζει εν γένει η βία στα ελληνικά γήπεδα ως προπονητή;
«Με λυπεί. Πάντα σκέφτομαι όταν πλησιάζει ένας τέτοιος αγώνας, όπως π.χ. στην Τούμπα, πως όλα αυτά δεν ανήκουν στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Είμαστε επαγγελματίες και σ’ αυτή τη δουλειά έχουμε μάθει να υπομένουμε διάφορα, όπως όταν κάποιες φορές θα μας πετάξουν ένα μπουκάλι ή θα μας προσβάλλουν… αυτό δεν σταματά. Όμως εδώ η βία κάποιες φορές ξεπερνά αυτά τα ανεκτά επίπεδα. Στην Ελλάδα πράγματι είναι λίγο υπερβολικό. Κυρίως σε κάποια γήπεδα, σε κάποιους αγώνες η βία που διαχέεται μέσω της ατμόσφαιρας είναι υπερβολική».
Όπως αυτά στο Ολυμπιακό στάδιο φέτος, στο ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό;
«Ναι, όπως στο Ολυμπιακό στάδιο φέτος, αλλά και σε προηγούμενες σεζόν και σε άλλα γήπεδα. Όχι μόνο εκεί».
Στην Ισπανία δεν είναι το ίδιο;
«Δεν είναι τόσο ακραία τα φαινόμενα όπως εδώ, αλλά υπάρχει κι εκεί η βία. Ας μην ξεχνάμε πως στο Μπιλμπάο υπήρξε ένα λυπηρό γεγονός με έναν φίλαθλο της Αθλέτικ να χάνει τη ζωή του. Θεωρώ πως δεν συμβαίνει μόνο εδώ, υπάρχει και σε άλλα μέρη και στην Ισπανία φυσικά και δεν παρατηρείται μόνο στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Οι Άγγλοι είναι ένα καλό παράδειγμα επειδή τη δεκαετία του ’80, μετά το Χέιζελ, κατάφεραν να βάλουν τέλος στη βία. Τα αγγλικά γήπεδα σήμερα αποτελούν πρότυπο.»
Ο Ολυμπιακός είχε δύο μεγάλους προέδρους ως προσωπικότητες. Τον κύριο Κόκκαλη και τον κύριο Μαρινάκη. Ποιες οι διαφορές και ποιες οι ομοιότητες ανάμεσα τους στη συνεργασία σας μαζί τους;
«Οι ομοιότητες είναι ξεκάθαρες. Και οι δύο είναι Έλληνες και οι δύο είναι Ολυμπιακοί μέχρι το κόκκαλο. Είναι περισσότερο φίλαθλοι του Ολυμπιακού από οποιονδήποτε άλλο στο γήπεδο. Όσο για τις διαφορές; Ο Κόκκαλης ήταν πιο έμπειρος γιατί έμεινε επί πολλά έτη στην προεδρία του Ολυμπιακού με μεγάλη επιτυχία. Ο Μαρινάκης είναι πιο άπειρος γιατί ανέλαβε σχετικά πρόσφατα την προεδρία, διαθέτει όραμα και μεγάλη επιθυμία για επιτυχίες. Κοινό και για τους δύο η αποφασιστικότητα και η δέσμευση να δώσουν ώθηση στην ομάδα να φτάσει ακόμη πιο ψηλά. Σίγουρα μοιράζονται το ίδιο πάθος για τον Ολυμπιακό».
Στη συνέντευξη Τύπου όταν ανακοινώσατε την αποχώρησή σας, είχατε πει πως είναι προσωπικοί οι λόγοι που σας οδηγούν εκτός Ολυμπιακού και Ελλάδας. Πολλοί πιστεύουν ακόμη όμως, πως ο λόγος που φεύγετε έχει να κάνει με τις υψηλότερες φιλοδοξίες σας εν συγκρίσει με το επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Τι θα τους απαντούσατε;
«Στη συνέντευξη Τύπου της ανακοίνωσης της αποχώρησής μου μίλησα για δύο αιτίες. Η μία αφορούσε προσωπικό λόγο. Εξάλλου είχα μιλήσει στην αρχή της σεζόν στον πρόεδρο γι’ αυτό. Τον είχα ενημερώσει δηλαδή πως αυτός θα ήταν ο τελευταίος χρόνος μου στην ομάδα. Επίσης είναι αλήθεια πως είπα πως βρίσκομαι τρία χρόνια στην Ελλάδα και στο ελληνικό ποδόσφαιρο κι αισθάνομαι πως έχω ολοκληρώσει έναν κύκλο. Θέλεις να κάνεις κι άλλα πράγματα. Όχι επειδή έχω φιλοδοξία να πάω σε άλλες ομάδες και να ανελιχθώ ως προπονητής. Αυτό που αξιολογώ εγώ, έστω κι αν ακούγεται παράξενο για έναν προπονητή, είναι να έχω εμπειρίες σε άλλα μέρη. Ήταν καλά στην Ελλάδα, είχα μια διαφορετική εμπειρία και είμαι ικανοποιημένος με την επιλογή μου να έρθω να δουλέψω εδώ. Αναφορικά στην απόφασή μου να μην συνεχίσω, τίμησα το συμβόλαιό μου, φεύγω και αν κάποιοι μπορεί να σκέφτονται το ένα ή το άλλο, θα το κάνουν είτε είμαι εδώ, είτε όχι. Οι άνθρωποι πάντα θα έχουν άποψη για έναν προπονητή ή έναν παίκτη. Ειδικά στον κόσμο του ποδοσφαίρου όλος ο κόσμος έχει άποψη. Και όταν παίρνεις μία απόφαση, όλος ο κόσμος σκέφτεται πως κάτι κρύβεται από πίσω. Τι να κάνω; Δεν μπορώ να το αλλάξω αυτό».
Στην άκρη του μυαλού σας υπάρχει το ενδεχόμενο να επιστρέψετε κάποια στιγμή;
«Δεν ξέρω αν υπάρχει πιθανότητα να επιστρέψω. Τώρα δεν το σκέφτομαι. Από τη στιγμή που παίρνεις μία απόφαση και την έχεις πάρει με καθαρό μυαλό, δεν συνηθίζω να σχεδιάζω τι θα συμβεί στο μέλλον. Την πρώτη φορά που έφυγα από τον Ολυμπιακό, το 2009, σκεφτόμουν πως δεν θα επέστρεφα ποτέ. Ωστόσο, ένα χρόνο μετά ήμουν πάλι εδώ. Επιπλέον, όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα πίστευα πως θα μείνω για ένα χρόνο και τέλος. Έμεινα τρία. Δεν ξέρω τι θα συμβεί στο μέλλον. Πάντως, τώρα δεν το σκέφτομαι».
Ακούγεται πως ο διάδοχός σας θα είναι από την Ισπανία. Σας έχει ρωτήσει τη γνώμη σας για κάποιον προπονητή ο πρόεδρος του Ολυμπιακού; Θα προτείνατε κάποιον;
«Όχι, δεν έχω κάποια προτίμηση σχετικά με τους υποψήφιους προπονητές για τον Ολυμπιακό. Πάντα όταν με ρωτούν για προπονητές, δίνω ό,τι πληροφορίες μπορώ να συλλέξω και λέω τη γνώμη μου για να βοηθήσω το σύλλογο. Αυτό το γνωρίζει ήδη ο πρόεδρος και όλοι εδώ. Εγώ όμως δεν είμαι αρμόδιος να πω ποιος θα είναι ο επόμενος προπονητής του Ολυμπιακού. Αυτός που θα αποφασίσει είναι ο πρόεδρος και ο σύλλογος. Είμαι βέβαια σε θέση να έχω άποψη, μπορεί να γνωρίζω από επαγγελματικής άποψης τι στιλ έχει ο ένας προπονητής ή τι στιλ έχει ο άλλος. Κι αν με ρωτήσουν, θα είναι χαρά μου να τους πω, αλλά η απόφαση δεν είναι δική μου».
Πιστεύετε πως ο Ολυμπιακός θα πρέπει να συνεχίσει να εμπιστεύεται το ισπανικό μοντέλο ποδοσφαίρου;
«Αναφέρεστε σε προπονητή;»
Σε προπονητή και σε στιλ.
«Όλοι οι Ισπανοί προπονητές δεν είμαστε ίδιοι, ούτε έχουμε το ίδιο στιλ. Αυτό που είναι ξεκάθαρο και αυτό που πιστεύω πως παραδέχονται οι άνθρωποι εδώ, είναι πως η ομάδα έχει μία φιλοσοφία στο παιχνίδι της, την οποία θέλουν πάνω κάτω να διατηρήσουν. Αυτό είναι προς όφελος της ομάδας, γιατί την ώρα που αναζητάς το νέο προπονητή ή τους παίκτες, σε διευκολύνει να συγκεντρωθείς στην αναζήτησή σου στους τεχνικούς ή τους παίκτες που διαθέτουν τα χαρακτηριστικά αυτού του συγκεκριμένου στιλ. Γνωρίζεις πως αν θες να παρουσιάσεις έναν τρόπο παιχνιδιού χρειάζεσαι π.χ. παίκτες δυνατούς ή γρήγορους ή παίκτες που διαπρέπουν στην άμυνα και διαθέτουν προσωπικότητα».
Το όνομά σας είχε ακουστεί για την ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας της Μπαρτσελόνα. Σας είχε γίνει κάποια κρούση, έστω ανεπίσημη;
«Ο Τύπος γράφει κάτι και μετά οι δημοσιογράφοι μας ρωτάτε αν είναι αλήθεια. Γιατί ρωτάτε εμένα, αφού εσείς οι δημοσιογράφοι το γράψατε; Όλα οφείλονται σε αυτές τις δημοσιογραφικές. έρευνες. Ακούγονται ονόματα και σενάρια που απέχουν από την πραγματικότητα. Όπως είδατε στο τέλος, δεν ήταν αλήθεια».
Πως κρίνετε την ανάθεση της τεχνικής ηγεσίας της Μπαρτσελόνα στον μέχρι πρότινος βοηθό του Γκουαρδιόλα, τον Βιλανόβα; Κάτι που δεν συνηθίζεται σε τόσο υψηλό επίπεδο.
«Δεν ξέρω αν είναι συχνό, αλλά πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι να δίνουν τέτοιες ευκαιρίες. Εγώ όταν άρχισα να εργάζομαι ως προπονητής στην Αθλέτικ Μπιλμπάο ήμουν προπονητής της δεύτερης ομάδας. Και μου δόθηκε η ευκαιρία να αναλάβω την πρώτη. Πιστεύω πως αποτελεί συνέχιση της δουλειάς του πρώτου προπονητή, όταν προάγεται ο βοηθός. Η δουλειά του Γκουαρδιόλα ήταν εξαιρετική στην Μπαρτσελόνα και αυτό που έχει ως στόχο η διοίκηση με την ανάθεση της τεχνικής ηγεσίας στον Βιλανόβα είναι να συνεχιστεί το έργο του. Πιστεύω πως είναι μια καλή ιδέα. Όσο για τον ίδιο τον Βιλανόβα έχει πολύ καλό χαρακτήρα, είναι πολύ καλός προπονητής. Υπήρξα για έναν χρόνο συμπαίκτης του στη Μαγιόρκα και του εύχομαι καλή επιτυχία».
Πρόσφατα ο Γκουαρδιόλα δήλωσε πως σας θεωρεί έτοιμο ν’ αναλάβετε μία μεγάλη ομάδα.
«Έχω πολύ καλή σχέση με τον Γκουαρδιόλα και χαίρομαι για όλες τις επιτυχίες του. Είμαι σε μία μεγάλη ομάδα και ευτυχώς όλες οι ομάδες που εργάστηκα θεωρώ πως ήταν μεγάλες… Η Αθλέτικ, η Εσπανιόλ, ο Ολυμπιακός και η Βιγιαρεάλ».
Που να περιμένουμε, λοιπόν να σας δούμε με την έναρξη της νέας σεζόν. Έχει ακουστεί το όνομά σας στην Ισπανία. Υπάρχει κάτι ή είναι νωρίς ακόμη;
«Δεν ξέρω ακόμη. Δεν έχω πάρει απόφαση και δεν με έχει πλησιάσει κάποια ομάδα. Μπορεί να αναλάβω μια ομάδα, μπορεί όμως και όχι. Δεν το ξέρω».
Θα σκεφτόσασταν να εργαστείτε σε μία Εθνική ομάδα μια μέρα;
«Είναι τελείως διαφορετικό το να εργάζεσαι σε μία Εθνική ομάδα. Οι προπονήσεις δεν είναι καθημερινές. Η εμπειρία να ζήσω μια μέρα ένα Μουντιάλ ή ένα Euro μου φαίνεται ενδιαφέρουσα. Ίσως στο μέλλον. Τώρα όχι. Δεν θεωρώ πως διαθέτω αυτή τη στιγμή το προφίλ που απαιτείται για να εργαστώ ως Ομοσπονδιακός προπονητής».
Μπορεί η Εθνική Ισπανίας να συνεχίσει τους θριάμβους της και να πάρει τώρα το 3ο σερί τρόπαιο;
«Η Ισπανία είναι το φαβορί. Είναι τελείως διαφορετικό να πηγαίνεις σε μία διοργάνωση ως φαβορί, γιατί όλες οι ομάδες έχουν στραμμένη την προσοχή τους επάνω σου. Όλοι οι αντίπαλοι σε γνωρίζουν. Θα την έχουν διαβάσει καλά, ξέρουν πως θα την αντιμετωπίσουν στην επίθεση. Θα τους πιέσουν πολύ. Θα είναι δύσκολο, αλλά πιστεύω πως η Ισπανία διαθέτει ένα επαρκές επίπεδο για να κατακτήσει ένα δεύτερο σερί τίτλο στο Euro».
Και μέχρι που μπορεί να φτάσει η Εθνική Ελλάδας;
«Το Euro είναι μία διοργάνωση με μικρή διάρκεια. Αν οι παίκτες είναι σε καλή φόρμα για 15 ημέρες, τότε αυτή η ομάδα έχει τη δυνατότητα να φτάσει πολύ ψηλά. Παραδείγματος χάρη, το 2004 στην Πορτογαλία κανείς δεν υπολόγιζε την Ελλάδα για τον τίτλο της πρωταθλήτριας Ευρώπης. Η Ελλάδα δεν είναι μέσα στα φαβορί, αλλά κάθε ομάδα έχει πιθανότητες. Η Ελλάδα είναι ομάδα με καρδιά. Είναι σε καλό γκρουπ, μπορεί να περάσει στη 2η φάση και μετά ακολουθούν οι νοκ άουτ αγώνες».
Τι προβλέπετε για τον τελικό του Γιουρόπα Λιγκ, όπου έχουν προκριθεί δύο ισπανικές ομάδες;
«Ελπίζω να κατακτήσει τον τίτλο η Αθλέτικ (χαμογελά ο Βαλβέρδε). Δεν ξέρω τι μπορεί να συμβεί… Η Ατλέτικο Μαδρίτης είναι πολύ καλή ομάδα. Θα γίνει ένα ανοιχτό παιχνίδι. Θα δούμε τι ευκαιρίες για γκολ θα δώσει η μία ομάδα στην άλλη. Προσωπικά, θα ήθελα να νικήσει η Αθλέτικ γιατί δεν έχει κατακτήσει κάποιον τίτλο εδώ και πολλά χρόνια και θα ήταν μια μεγάλη γιορτή για την πόλη. Η πόλη του Μπιλμπάο είναι άρρηκτα δεμένη με την ομάδα. Αν τα καταφέρει θα είναι αξέχαστο. Για την Μπιλμπάο θα είναι ο πρώτος ευρωπαϊκός τίτλος».
Έχετε εργαστεί στην Μπιλμπάο και έχετε μία ιδιαίτερη σχέση. Η Αθλέτικ βρίσκει ποδοσφαιριστές από την περιοχή της Βασκονίας. Τι θα προτείνατε στη Σούπερ Λίγκα και στην ΕΠΟ αν σας ζητούσαν μία πρόταση για την ανάδειξη νέων ταλέντων;
«Το μυστικό της Αθλέτικ είναι η δουλειά που κάνει στις ακαδημίες. Αυτό είναι ξεκάθαρο. Δουλεύουν σκληρά, έχουν καλούς προπονητές και δυνατές διοργανώσεις. Το μυστικό της παγκόσμιας πρωταθλήτριας και πρωταθλήτριας Ευρώπης Ισπανίας, επίσης είναι πως νωρίτερα απ’ αυτούς τους τίτλους σε επίπεδο ανδρών, οι ίδιοι παίκτες είχαν κατακτήσει τίτλους σε επίπεδο νέων, εφήβων και παίδων. Η επιτυχία του σήμερα οφείλεται στην επιτυχία του χθες. Το επίπεδο του ποδοσφαίρου στην Ισπανία είναι πολύ υψηλό λόγω γερής βάσης. Το ελληνικό ποδόσφαιρο πρέπει να δουλέψει χαμηλά και όχι ψηλά για να αναδείξει Έλληνες παίκτες. Από τα παιδιά αρχίζουν όλα και αυτά τα παιδιά πρέπει να τα διδάξουν τα μυστικά της μπάλας καλοί προπονητές».
Πόσο επηρεάζει έναν προπονητή όπως εσάς, στη δουλειά σας και στις φιλοδοξίες σας η οικονομική κρίση;
«Η κρίση φτάνει παντού και βέβαια αγγίζει και το ποδόσφαιρο. Οι ελληνικοί σύλλογοι βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Και στην Ισπανία είναι ακριβώς το ίδιο. Οι ομάδες ρίχνουν τα μπάτζετ, μειώνουν τους μισθούς. Τα πράγματα είναι δύσκολα. Όσοι εργαζόμαστε στο χώρο του ποδοσφαίρου δεν είμαστε κάτι διαφορετικό από τους άλλους ανθρώπους. Είμαστε βέβαια σε προνομιακή θέση, αλλά φυσικά και μας επηρεάζει. Υπάρχουν όμως προπονητές και ποδοσφαιριστές που εργάζονται στις λεγόμενες μικρές ομάδες κι εκεί η πραγματικότητα είναι πιο σκληρή».
Μετά από τρία χρόνια στην Ελλάδα και τον Ολυμπιακό, τι θα λέγατε σ’ έναν φίλο σας στην Ισπανία για τη χώρα και το ελληνικό ποδόσφαιρο;
«Η Ελλάδα είναι κάπως υποτιμημένη. Ακόμη και οι ίδιοι οι Έλληνες συχνά την υποτιμούν. Μιλούν άσχημα για την ίδια την πατρίδα τους, αλλά είναι μία θαυμάσια χώρα. Είναι δύσκολο να βρεις μια χώρα πιο όμορφη από την Ελλάδα στην Ευρώπη. Λέω την αλήθεια. Αυτή η χώρα με γοητεύει. Όχι μόνο για τα νησιά και τη θάλασσα. Μου αρέσει και η ενδοχώρα της. Πιστεύω πως έχει πολλές δυνατότητες. Το ελληνικό ποδόσφαιρο από την άλλη χρειάζεται βελτίωση, πρέπει να προχωρήσει. Πως; Μεγαλώνοντας τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ομάδες. Για να είναι καλύτερο το ελληνικό ποδόσφαιρο θα πρέπει να διατηρήσετε μεν το πάθος, αλλά να μειώσετε λίγο την υπερβολή που υπάρχει στα γήπεδα».
Τώρα που φεύγετε τι θα θέλατε να πείτε σε όσους αφήνετε πίσω στον Ολυμπιακό; Στον πρόεδρο, στους συνεργάτες σας, στους παίκτες, στους φιλάθλους και στους αντιπάλους;
«Πρώτα απ΄ όλα αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για την ευκαιρία που μου έδωσαν να έρθω εδώ. Φαίνεται πως πολλοί πιστεύουν πως ήρθα για να διδάξω και να δείξω πράγματα. Ήρθα εδώ και για να μάθω επίσης. Όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους ήρθα σε επαφή με δίδαξαν και για μένα υπήρξε μία εμπειρία που αν δεν είχα έρθει, δεν θα την είχα ζήσει. Είναι μία εμπειρία ανεκτίμητη, μια εξαιρετική εμπειρία. Δεν θα τους ξεχάσω ποτέ. Αναφέρομαι στον πρόεδρο, τους φιλάθλους, αλλά και τους αντιπάλους».
Φεύγοντας παίρνετε μαζί σας και το βραβείο του καλύτερου προπονητή…
«Αυτοί που μου έδωσαν το βραβείο φάνηκαν πολύ γενναιόδωροι απέναντί μου (γέλια). Κατακτήσαμε το πρωτάθλημα και όλα τα υπόλοιπα είναι απόρροια αυτού. Είσαι καλός προπονητής γιατί κατέκτησες τίτλους. Όμως η αλήθεια είναι πως οι τίτλοι δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της δικής μου δουλειάς. Όταν η ομάδα χάνει, την ευθύνη την έχει ο προπονητής. Όταν μια ομάδα παίζει καλά ο προπονητής γίνεται αποδέκτης της αναγνώρισης. Ο προπονητής είναι η φιγούρα που ενσαρκώνει το σύνολο των εργαζομένων σε μία ομάδα. Ό,τι πετύχαμε, το πετύχαμε όλοι μαζί, οι παίκτες, η Μαρίνα (σ.σ. η Ελληνίδα μεταφράστρια του), οι άνθρωποι που με περιβάλλουν στον Ολυμπιακό, οι γιατροί, οι φυσιοθεραπευτές… Όλοι!».