Ένας τελικός που κινήθηκε μακριά από τα ανθρώπινα όρια, έτσι όπως έχουμε συνηθίσει να τα σκεφτόμαστε. Ο Χρήστος Καούρης γράφει για την παράσταση δύο μύθων του τένις.

Δύο τιτάνες του αθλητισμού έδιναν μάχη στο πράσινο γρασίδι του Wimbledon. Το θέαμα ήταν εκεί που ήλπιζαν όλοι, σκαρφαλωμένο στο υψηλότερο σκαλί. 

Ο ένας, ο Ελβετός, εξαπέλυε τις πιο εξτρεμιστικές χορογραφίες του. Το βάρος των σχεδόν 38 συμπληρωμένων ετών στους ώμους του τον έστελνε σε κάθε ευκαιρία στην επίθεση, να μην γίνει κάθε πόντος διαγωνισμός αντοχής. Το ανεξάντλητο ρεπερτόριο συμβίωνε πια με την εμπειρία, αυτή που θαρρεί κανείς άλλοι χρειάζονται τρεις τενιστικές ζωές για να συλλέξουν. Δημιουργικότητα, εφευρετικότητα, μπρίο, φαντασία, δύναμη, γεωμετρία, φινέτσα. Όλες ήταν εκεί.

Ο άλλος, ο Σέρβος, είχε πετρώσει. Ένας ταχύς και ευλύγιστος ανθρώπινος τοίχος. Να υποδέχεσαι τις πιο μανιασμένες επιθέσεις του καλύτερου όλων των εποχών: αυτή ήταν η αποστολή του. Να μένεις όρθιος. Να αποθεώνεις τον οπορτουνισμό σε κάθε ευκαιρία. Να βάλεις στο μυαλό του αντιπάλου, αυτού του αντιπάλου, πως δεν θα βρεθεί τρόπος να νικηθείς. «Το cyborg των γρασιδιών», τον ονόμασε ο Mark Hodgkinson στο Wimbledon.com. 

Κι όμως, κάτι περίεργο συνέβαινε όσο κυλούσε ο χρόνος. 

Σερβίς το σερβίς, χτύπημα το χτύπημα, Ρότζερ Φέντερερ και Νόβακ Τζόκοβιτς έμοιαζαν να ξεμακραίνουν από το κοινό, καθώς η δυναμική ενέργεια του ζευγαριού έφτανε σε επίπεδα που έκανε απόκοσμη την ατμόσφαιρα. Ένα κλειστό σύστημα που αψηφούσε τους νόμους του σύμπαντος: η εντροπία του μειωνόταν αντί να αυξάνεται, η αναρχία δεν ερχόταν ποτέ. Μια μυστηριώδης ενέργεια τροφοδοτούσε τους δύο, και την αντάλλασσαν χωρίς απώλειες, ακέραιη. Δεν ερχόταν από την βαρύτητα του τροπαίου, αλλά από το ίδιο το Παιχνίδι. Ακόμα και αυτοί που είχαν ανοιχτές τις τηλεοράσεις χαζεύοντας προσελκύστηκαν από το σπάνιο φαινόμενο. 

Η αδιανόητη πνευματική αυτοκυριαρχία των δύο αντιπάλων πλάταινε όλο και περισσότερο την απόσταση του κοινού από αυτούς.  Τα λάθη ήταν μονάχα αποτελέσματα της αντίπαλης πίεσης, και κάθε ένας τα ανέλυε και τα αποδεχόταν στιγμιαία ως τέτοια. Μοναχός του, χωρίς προπονητή ή συμπαίκτη να παίξει τον σάκο του μποξ, αυτόν που θα απορροφήσει τον κραδασμό μεταβιβάζοντας ή μοιράζοντας την ευθύνη ή των απογοήτευση.

Ο Φέντερερ πέρναγε ένα εξωπραγματικό passing shot στην ευθεία, αλλά το αντιμετώπιζε σαν χτύπημα προπόνησης. Ο Τζόκοβιτς έκανε βουτιά για να προλάβει να βάλει τη ρακέτα και να κερδίσει έναν κρίσιμο πόντο που φαινόταν χαμένος από την service line, αλλά όλοι έμεναν να περιμένουν μάταια τον πανηγυρισμό που δεν ήρθε ποτέ. Το μυαλό ήταν ήδη στην επόμενη πρόκληση, αφού αμφότεροι ήξεραν πως ο αντίπαλος τους ήταν έτοιμος να εκμεταλλευτεί οποιαδήποτε νοητική ανετοιμότητα. «Ήταν το πιο πνευματικά απαιτητικό παιχνίδι έχω παίξει ποτέ», είπε αργότερα ο νικητής. 

Στο Λονδίνο, ο κόσμος του αθλητισμού, ο γεμάτος από πάθος, αυθορμητισμό, ένστικτο, εκρήξεις χαράς, οδυρμούς και δάκρυα, είχε στεγνώσει. Η κουτουλιά του Ζιντάν στον Ματεράτσι έμοιαζε να ανήκει σε άλλο γαλαξία. Κάθε λεπτό που πέρναγε, το χορτάρι του centre court έμοιαζε να φιλοξενεί ανθρώπους φτιαγμένους από κυκλώματα, απρόσβλητους σε σωματική κόπωση και πνευματική καταπόνηση. Μια sci-fi αίσθηση εξαπλωνόταν.

Όταν το τελευταίο forehand του Φέντερερ έστειλε το μπαλάκι σε τροχιά και το φετινό Wimbledon είχε τελειώσει, ελάχιστοι απόρησαν με την αντίδραση του νικητή. Ο ερμητικά κλειδωμένος σε έναν κόσμο πνευματικής αυτοκυριαρχίας που παραπέμπει σε βουδιστές Τζόκοβιτς δεν σωριάστηκε στο χορτάρι. Δεν ούρλιαξε. Δεν πανηγύρισε καν. Έχοντας κερδίσει τον Φέντερερ, τους φιλάθλους του, το παραμύθι του και το τουρνουά, απλώς έσκασε ένα χαμόγελο και περπάτησε ήρεμος ως το φιλέ, για να συναντήσει τον συμπρωταγωνιστή του σε αυτή τη μοναδική παράσταση. 

Κάποιος κέρδισε, γιατί κάποιος έπρεπε να κερδίσει: αυτός ήταν  ο κανόνας που ήταν αδύνατον να υπερβούν αυτοί οι κολοσσοί του αθλητισμού. 

Λίγο πριν ο Νόλε σηκώσει το τρόπαιο του νικητή, ο Φέντερερ έδινε αστειευόμενος στους 40αρηδες της γενιάς μου λίγο κουράγιο, αφού «ελπίζω να έδειξα στους ανθρώπους ότι δεν τελειώνουν όλα στα 37». 

Υποψιάζομαι πως κάπου στις κερκίδες, ή σε κάποιο σαλόνι του κόσμου, ένας πιτσιρικάς γύρισε προς τον πατέρα του κόσμου απορημένος. 

«Μπαμπά, γιατί υπάρχει ένας τράγος στο κορτ;»
«Αγόρι μου, είναι ο goat».