Με τα καλύτερα λόγια αναφέρθηκε στον προκάτοχό του στον Παναθηναϊκό, Ζέλικο Ομπράντοβιτς, ο Αργύρης Πεδουλάκης. Ο Έλληνας κόουτς τόνισε πως θα προσπαθήσει να συνεχίσει το επιτυχημένο έργο του Σέρβου, ενώ αναφέρθηκε και στην ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας του Παναθηναϊκού από τον ίδιο και στο πλάνο του για τη νέα σεζόν. Ο Πεδουλάκης μίλησε στην εφημερίδα «ΒΗΜΑ». Αναλυτικά:
– Με όλο τον σεβασμό, κόουτς, θα πρέπει να ήταν μεγάλο σοκ η μετάβαση από το Περιστέρι, όπου βιώσατε δύσκολες καταστάσεις, στον Παναθηναϊκό, όπου τα περισσότερα ζητήματα είναι λυμένα.
«Δεν πρέπει να σταθούμε μόνο στα δύο χρόνια στο Περιστέρι. Υπάρχει μια διαδρομή 15 ετών με συγκεκριμένες αρχές, συγκεκριμένη αγωνιστική φιλοσοφία, απλώς τώρα θα το κάνω σε υψηλότερο επίπεδο, όπου τα παιδιά έχουν καλύτερες παραστάσεις και εικόνες. Θέλω να πω ότι έτσι γίνεται και πιο εύκολη η δουλειά του προπονητή. Δεν είναι λοιπόν σοκ, αλλά καλύτερες συνθήκες. Σοκ είναι άλλα πράγματα, που βιώνουμε στην καθημερινότητα».
– Πώς μπορεί να διαφοροποιηθεί εννοιολογικά η πίεση από το δημιουργικό άγχος;
«Αυτή η δουλειά εκ φύσεως έχει πολύ μεγάλη πίεση. Έχω ζήσει μεγαλύτερες πιέσεις στο παρελθόν, όταν το ελληνικό πρωτάθλημα ήταν το ισχυρότερο στην Ευρώπη, και αρκετοί παίκτες και προπονητές έχαναν τη δουλειά τους από τους φιλικούς αγώνες. Για έναν προπονητή γίνεται ακόμη πιο δύσκολο, από τη στιγμή που πρέπει να πάρει αποφάσεις σε δέκατα του δευτερολέπτου. Πρέπει λοιπόν να μάθεις να χαλιναγωγείς αυτή την πίεση. Αν δεν τα καταφέρεις, μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά μόνο στην παραγωγική διαδικασία και όχι σε επίπεδο πρωταθλητισμού. Άγχος έχουν όλοι οι εργαζόμενοι που θέλουν να πετύχουν στις δουλειές τους. Αυτό είναι το δημιουργικό άγχος και είναι όμορφο, γιατί σε κρατάει σε εγρήγορση. Στις μέρες μας το αληθινό άγχος αφορά τους ανθρώπους που έχουν μείνει άνεργοι, έχουν οικογένειες και δεν μπορούν να λύσουν τα βιοποριστικά τους προβλήματα. Αυτή είναι η μεγάλη πίεση. Ολα τα άλλα απλώς θέλουμε να τα δραματοποιούμε».
– Στις πρώτες δηλώσεις σας αναλάβατε μια σημαντική δέσμευση λέγοντας ότι ο Παναθηναϊκός θα είναι ανταγωνιστικός σε όλες τις διοργανώσεις. Μήπως πήρατε μεγάλο ρίσκο;
«Το ελληνικό μπάσκετ, άσχετα από τα προβλήματα που παρατηρούνται σε όλους τους τομείς της κοινωνίας, χαίρει μεγάλου σεβασμού στο παγκόσμιο στερέωμα και σε συλλογικό και σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Τον μόνο σεβασμό που δεν χαίρει πολλές φορές είναι εσωτερικά. Είτε από φορείς είτε από φιλάθλους. Το ξέρω γιατί έχω γνώση της κατάστασης. Το ελληνικό μπάσκετ, λόγω της τεχνογνωσίας που διαθέτει και λόγω της ανταγωνιστικότητας που διακρίνει τους παίκτες μας, όχι μόνο στους αγώνες αλλά ακόμη και στις προπονήσεις, έχει δημιουργήσει πλέον σχολή. Γι’ αυτό λοιπόν είπα ότι ο Παναθηναϊκός θα είναι ανταγωνιστικός σε όλα τα επίπεδα. Είναι κάτι αυτονόητο και εμείς στον Παναθηναϊκό δουλεύουμε προς αυτή την κατεύθυνση».
– Θεωρείτε ότι αποτελούν σημαντικά παράσημα τα κολακευτικά σχόλια και ο σεβασμός που τρέφει ο προκάτοχός σας κόουτς Ομπράντοβιτς προς το πρόσωπό σας;
«Θεωρώ ότι είναι άκρως τιμητικό, γιατί ο Ομπράντοβιτς είναι ο κατ’ εξοχήν ειδικός, που μπορεί να καταλάβει το μπάσκετ, αυτά που προσπαθεί να παρουσιάσει ένας άνθρωπος μέσα στις τέσσερις γραμμές και ποιες αρχές διέπουν την ομάδα του. Θα ξαναπώ ότι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το μπάσκετ ο Ομπράντοβιτς είναι σχολή. Και αυτό δεν είναι σχόλιο του 2012, αλλά έχω καταθέσει τη συγκεκριμένη άποψη εδώ και πολλά χρόνια, όταν έβγαιναν φωνές που υποστήριζαν ότι όλα τα δεινά του ελληνικού μπάσκετ οφείλονται στους κοινοτικούς παίκτες και στους Σέρβους προπονητές. Εγώ ήμουν αιρετικός και έλεγα: “Όχι, ο Έλληνας παίκτης όποτε απέφυγε την εσωστρέφεια και ανταγωνίστηκε, βρέθηκε σε πολύ υψηλό επίπεδο”. Και αυτή η γενιά του 2003-2007 δημιούργησε πολύ μεγάλους παίκτες, που μπόρεσαν να καταλάβουν ότι μέσα από τον ανταγωνισμό με τους ξένους παίκτες στις ομάδες τους θα φτάσουν σε πρωταγωνιστικό επίπεδο. Ο Ζοτς είναι ο άνθρωπος που βοήθησε το ελληνικό μπάσκετ να παίζει οργανωμένα και να σκέφτεται με το μυαλό. Και επειδή στη δεκαετία του ’90 οι προπονητές και οι δημοσιογράφοι μιλούσαν περισσότερο για τους διαιτητές παρά για το τεχνικό κομμάτι, αυτό που κατάφερε ο Ζοτς το διάστημα 1999-2012 ήταν να μπορούν ο προπονητής, ο παίκτης, ο δημοσιογράφος και ο φίλαθλος να προσεγγίζουν το μπάσκετ με το τεχνικό και το ειδικό του κομμάτι. Αυτό είναι πολύ μεγάλο κατόρθωμα και εγώ το αποκαλώ τεχνογνωσία. Είναι μια πολύ μεγάλη κληρονομιά, που έχει περάσει σε όλο το κύτταρο του ελληνικού μπάσκετ και μπορεί να το δει ο καθένας από τις πολύ μικρές κατηγορίες».
– Με το χέρι στην καρδιά, είναι βαριά η «σκιά» του κόουτς Ομπράντοβιτς;
«Βεβαίως και είναι βαριά, αλλά εμείς θέλουμε να υπάρχει η σκιά του Ζοτς. Είναι ο άνθρωπος που έχτισε όλο αυτό που σας περιέγραψα, γιατί βλέπουμε και άλλες ευρωπαϊκές ομάδες να ξοδεύουν πάρα πολλά χρήματα, στην Τουρκία λόγου χάρη, αλλά δεν έχουν καταφέρει να παντρέψουν το οικονομικό κομμάτι με την ειδίκευση, που επιτυγχάνεται μόνο από τον προπονητή. Μακάρι η σκιά του να μας συντροφεύει, γιατί θα μας βοηθάει. Όλοι το θέτουν με αρνητική χροιά. Εγώ, ειλικρινά, το λέω και το πιστεύω. Μακάρι να υπάρχει, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε στο ίδιο μοντέλο, να είμαστε δυνατοί στην άμυνα και να μπορέσουμε να διαβάζουμε την επίθεση χτυπώντας στις αδυναμίες των αντιπάλων μας. Επιπροσθέτως θα έλεγα ότι, πέρα από τα αποτελέσματα, που είναι ορατά και στον πιο αδαή, το πιο σημαντικό για τον Ζοτς είναι ότι έχει παραμείνει σεμνός και προσεγγίσιμος, στοιχεία που λείπουν από τη χώρα μας. Μπορεί κάποιος να βλέπει τους τίτλους, αλλά εγώ στέκομαι στο ότι είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων, ακομπλεξάριστος, ζεστός και φιλικός. Αυτά τα χαρακτηριστικά διακρίνουν και τον Διαμαντίδη. Έχω δει πολλούς μεγάλους αθλητές όλα αυτά τα χρόνια, αλλά τέτοιον αθλητή, με τον χαρακτήρα, τη συμπεριφορά και τον αλτρουισμό του Δημήτρη, συναντάς πολύ δύσκολα. Αυτός ο αλτρουισμός λείπει από την κοινωνία και φτάσαμε ως εδώ».
– Εδώ και αρκετά χρόνια πρεσβεύετε το δόγμα ότι στο μπάσκετ υπάρχουν δύο θέσεις: το πρόσωπο και η πλάτη στο καλάθι. Μήπως το άθλημα έχει διαφοροποιηθεί σε σχέση με αυτή την προσέγγιση;
«Το αντίθετο. Θεωρώ ότι αυτό εφαρμόζεται και έχει μπει σε μεγαλύτερο βάθος. Όταν το είχα πει, ήταν αιρετικό. Τώρα πια έχει γίνει και σλόγκαν, γιατί βλέπω ότι όλοι οι προπονητές το χρησιμοποιούν και οι παίκτες το έχουν καταλάβει. Στο σύγχρονο μπάσκετ πρέπει να κάνεις πολλά πράγματα στο γήπεδο και κάθε εποχή στέλνει μηνύματα. Δεν μένει ποτέ στάσιμο και μέσα από τις τακτικές των προπονητών εξελίσσεται. Το σύγχρονο μπάσκετ πηγαίνει πολύ στην αθλητικότητα των παικτών. Ένας πλέι μέικερ πρέπει να κάνει περισσότερα πράγματα για την ομάδα του σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Αυτά που έλεγαν παλαιότερα στα ψηλά παιδιά μικρότερων ηλικιών “μην ντριμπλάρεις, μην πασάρεις, μη σουτάρεις, παίξε μόνο κοντά στο καλάθι” δεν υπάρχουν πια. Το μπάσκετ έχει αλλάξει πολύ και εγώ ανέκαθεν ήμουν ενάντια στα ταμπού. Το σημαντικό είναι ότι αυτή η γνώση έχει περάσει και στους δημοσιογράφους και στους φιλάθλους που παρακολουθούν το μπάσκετ και έχουν βαθύτερη γνώση».
– Στο ελληνικό πρωτάθλημα οι πιθανότητες θεωρητικά είναι μοιρασμένες μεταξύ Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού. Τι γίνεται όμως στην Ευρωλίγκα, όπου ορισμένες ομάδες ξοδεύουν τρελά εκατομμύρια; Υπάρχει μίνιμουμ στόχος;
«Εδώ και 15-16 χρόνια, λόγω της οικογένειας Γιαννακόπουλου, που δούλεψε με μεγάλο πάθος – και αυτό το έχω ζήσει εγώ ως παίκτης – και έδειξε τεράστια γαλαντομία, αλλά και λόγω της παρουσίας του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, που είναι ο μεγαλύτερος και ο καλύτερος προπονητής στην Ευρώπη, όχι μόνο λόγω των επιτυχιών, αλλά της προσέγγισης του μπάσκετ και της δημιουργίας ομάδων που αποτελούσαν βιομηχανία μυαλού, ο μπασκετικός Παναθηναϊκός βρέθηκε στην κορυφή. Τώρα, λόγω κοινωνικών συνθηκών, πρέπει να καταλάβουμε ότι ο Παναθηναϊκός, όπως και όλη η κοινωνία, προσπαθεί να κάνει επανεκκίνηση σε διαφορετικές βάσεις. Μακάρι να μπορούσε να συνεχιστεί η ευδαιμονία και τις επόμενες δεκαετίες και στον αθλητισμό, ο οποίος δεν είναι αναπόσπαστο κομμάτι, αλλά βρίσκεται μέσα στην κοινωνία και δεν πρέπει να προκαλεί, αλλά να αφουγκράζεται. Η αλήθεια είναι ότι με τα χρήματα που υπήρχαν το 2000, μπορούσαμε να ψωνίζουμε από το πάνω ράφι. Τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε, μέσα από την τεχνογνωσία, να διατηρήσουμε την ανταγωνιστικότητα της ομάδας και από την άλλη να επενδύσουμε σε ελληνόπουλα και να ελέγξουμε με αποτελεσματικότητα το οικονομικό κομμάτι. Σήμερα που μιλάμε δεν έχουμε καν ρόστερ, συνεπώς δεν μπορούμε να θέσουμε στόχους».