Προσπαθώ εδώ και δυο ώρες να βρω έστω μια δικαιολογία. Η κλάση του Γκασόλ. Η κακιά η ώρα. Τα δυο φαλτσοσφυρίγματα των διαιτητών. Παραμύθια για μικρά παιδιά. Αν θες να λέγεσαι μεγάλη ομάδα, οφείλεις να δεις τα πράγματα όπως είναι. Κυνικά. Χωρίς συναισθηματισμούς και διάθεση στρογγυλοποίησης. Ωμά, όσο κι αν πονάει.
Χάσαμε ένα δικό μας παιχνίδι, απέναντι στην χειρότερη από πλευράς στελέχωσης Ισπανία των τελευταίων 10 ετών. Το πήραμε στα χέρια μας – έπειτα από ένα πρώτο ημίχρονο που το μόνο μας παράσημο ήταν ότι χάναμε (39-32) με αισθητά μικρότερη διαφορά από εκείνη που μαρτυρούσε η εικόνα μας – και αντί να το σφιχταγκαλιάσουμε, τους είπαμε «παρακαλώ περάστε, από εδώ πάνε για τα ημιτελικά».
Λίγο πριν ολοκληρωθεί η τρίτη περίοδος, με τον Αντετοκούνμπο να έχει φέρει τα πάνω-κάτω με την βοήθεια του Καλάθη, ο Γκασόλ και οι ιπποκόμοι του έμοιαζαν έτοιμοι να παραδοθούν, σωματικά και πνευματικά. Κι εμείς, την ώρα που έπρεπε να τους τελειώσουμε, ξορκίζοντας τα φαντάσματα που άρχισαν να μας στοιχειώνουν απ’ τον τελικό του 2006 στη Σαϊτάμα, τους δώσαμε το φιλί της ζωής.
Το υπέρ μας 57-53 εξατμίστηκε μέσα σε χρόνο μηδέν (σερί 9-0 και 62-57) και μαζί του εξαϋλωθήκαμε κι εμείς. Όταν το κουφάρι που περιφέραμε στο παρκέ επί περίπου 8 λεπτά – με επιθέσεις χωρίς την παραμικρή κίνηση και με τους Ρέγιες και Μίροτιτς να μαζεύουν το ένα επιθετικό ριμπάουντ μετά το άλλο – εμφάνισε ξαφνικά σφυγμό, η αυλαία ουσιαστικά είχε ήδη πέσει.
Στο τέλος ήταν σαν να προσπαθούμε ηρωικά και πένθιμα να κάνουμε άλλο ένα κόλπο γκρόσο, όπως με την Γαλλία (2005) και την Σλοβενία (2007), αλλά αφού είπαμε να ήμαστε απόλυτα ειλικρινείς, μην το χαλάσουμε στο τέλος. Ψευδαίσθηση ήταν, λόγω των δύο παιδικών λαθών των Ισπανών.
Όπως ψευδαίσθηση ήταν ότι θα μπαίναμε να τους δαγκώσουμε απ’ το πρώτο δευτερόλεπτο το λαρύγγι, για να εκμεταλλευτούμε τις περισσότερες λύσεις μας, αποφεύγοντας έτσι τα λάθη του 2008 απέναντι στην επίσης μισοδιαλυμένη Αργεντινή. Εν τέλει, οι Ισπανοί μας έριξαν το ξύλο που υποτίθεται θα έτρωγαν εκείνοι, παίζοντας με ροτέσιον οκτώ παικτών (και τον Ρούντι να μένει στο μηδέν) κι εμείς με επτά.
Τα υπόλοιπα θα τα αναλύσουμε όταν θα έχει κριθεί η υπόθεση «Ολυμπιακοί Αγώνες». Ο μεγάλος στόχος χάθηκε με τον πλέον επώδυνο τρόπο, όμως έχουμε υποχρέωση να πατήσουμε στα πόδια μας και να κοιτάξουμε μπροστά.