Ο Δημήτρης Καρύδας γράφει στο προσωπικό του blog για την ανάδειξη του Γιάννη Αντετοκούνμπο ως MVP του NBA.

Το success story του Γιάννη Αντετοκούνμπο δεν είναι απλά μια ιστορία αθλητικής επιτυχίας. Ούτε καν ένα πιθανό μελλοντικό σίριαλ του Netflix ή Χολιγουντιανή ταινία, κάτι που αργά ή γρήγορα θα συμβεί. Είναι μια ιστορία που σε μια άλλη χώρα που θα βασίλευε η κανονικότητα και όχι η τοξικότητα θα γινόταν μάθημα για τα σχολεία. Προφανώς και η εκτόξευση του Γιάννη Αντετοκούνμπο από ένα μικρό γήπεδο των Σεπολίων, μια άσημη ομάδα ονόματι Φιλαθλητικός στη θέση του κορυφαίου μπασκετμπολίστα του πλανήτη αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα για τα μικρά παιδιά. Και όχι μόνο για εκείνα που έχουν πάθος και θέλουν να ασχοληθούν με τον αθλητισμό και το μπάσκετ. Αυτά ούτως ή άλλως θα έχουν την αφίσα του Γιάννη στον τοίχο της παιδικής κρεβατοκάμαρας και θα ονειρεύονται. Και το παράδειγμα του Γιάννη αποτελεί την τέλεια επιτομή της φράσης ‘’τα όνειρα δεν έχουν ταβάνι’’.

Για πολλά χρόνια ακόμη και εκείνα της απόλυτης ευφορίας του ελληνικού μπάσκετ, στη δεκαετία του ’90, οι μπασκετογράφοι της εποχής είχαμε το παράπονο ότι οι Έλληνες παίκτες βολεμένοι στα συμβόλαια που μόλις είχαν μπει στη ζωή τους και αναπαυμένοι πάνω στο ‘’εύκολο χρήμα’’ της εποχής δεν έκαναν το παραπάνω βήμα. Σε εποχές απόλυτης ακμής του ελληνικού μπάσκετ οι Έλληνες παίκτες απείχαν επιδεικτικά από την προσπάθεια να παίξουν στο ΝΒΑ. Και όσοι το δοκίμασαν, είτε τότε, είτε αργότερα γύρισαν γρήγορα πίσω χωρίς την διάθεση να ανταλλάξουν τον τίτλο του ‘’πρώτου στο χωριό’’ με αυτόν του ‘’τελευταίου στην πόλη’’. Ο Ρεντζιάς έμεινε κάποια χρόνια αλλά χωρίς να παίξει αληθινά στο ΝΒΑ, ο Φώτσης πήγε και δεν κόλλησε, ο Σπανούλης το ίδιο, ο Παπανικολάου επέστρεψε γρήγορα, ο Παπαγιάννης δεν μπόρεσε ποτέ να δικαιολογήσει την ψηλή του επιλογή στο ντραφτ. Και ορισμένοι ακόμη πέρασαν από ντραφτ ή καλοκαιρινά καμπ χωρίς ποτέ αληθινά να το παλέψουν. Ο Ανδρέας Γλυνιαδάκης ξεπετάχθηκε από το….πουθενά κάποια στιγμή και βρέθηκε ακόμη και πενταδάτος στο ΝΒΑ κάνοντας το όνειρο του πραγματικότητα. Απλά, οι δυνατότητες του δεν έφταναν για κάτι περισσότερο. Ήταν όμως ο μοναδικός, έστω και παραγνωρισμένος Έλληνας, που κυνήγησε το δικό του δικαίωμα στο όνειρο και τρύπησε το ταβάνι των προσδοκιών του.

Η αλήθεια είναι ότι ανάλογο success story με αυτό του Αντετοκούνμπο υπάρχει μόνο ένα την τελευταία 20ετία. Αυτό του Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς. Ο «Πέτζα’’ ένα παιδί του εμφύλιου της Γιουγκοσλαβίας ποτέ δεν θαμπώθηκε από το εύκολο χρήματα της Ευρώπης. Όταν ο τότε πρόεδρος του ΠΑΟΚ Απόστολος Αλεξόπουλος έβαλε μπροστά σε ένα 18χρονο πιτσιρικά που δεν είχε βγάλει παρά ψίχουλα από το μπάσκετ ένα αδιανόητο συμβόλαιο που τον έκανε τον πιο ακριβοπληρωμένο Ευρωπαίο μπασκετμπολίστα (1,5 δισεκατομμύριο παλιές Ελληνικές δραχμές για 5 χρόνια) ο Πέτζα γύρισε επιδεικτικά την πλάτη του. ‘’Το δικό μου μέλλον είναι στο ΝΒΑ’’, είπε, το επόμενο καλοκαίρι έφυγε και δεν ξαναγύρισε μπασκετικά ποτέ στην Ελλάδα. Ο ‘’Πέτζα’’ πείναγε. Όχι κυριολεκτικά και όπως συνέβη με την οικογένεια Αντετοκούνμπο. Πείναγε για διάκριση, για ανταγωνισμό στο ανώτερο επίπεδο, για μπασκετικά μεγαλεία και αποδείχθηκε αρκετά αποφασισμένος να αντέξει τη δύσκολη πρώτη του χρονιά στο Σακραμέντο και να γίνει all star και αργότερα πρωταθλητής. Ο Αντετοκούνμπο είχε διαφορετική πορεία, την πρώτη μέρα που ακούμπησε μια πορτοκαλί μπάλα μπάσκετ δεν ήξερε καν τι είναι το ΝΒΑ αλλά πάνω και πριν από όλα, πριν προλάβει να ονειρευτεί ήξερε ότι μπάσκετ αποτελούσε διέξοδο ζωής. Και αυτό τον έκανε δύο φορές πιο αποφασισμένο. Δίπλα του βρέθηκαν άνθρωποι που τον πίστεψαν και τον στήριξαν σε εκείνο το δύσκολο ξεκίνημα. Ένας από αυτούς ο ατζέντης του Γιώργος Πάνου έλεγε από τότε, κινδυνεύοντας να χαρακτηριστεί ‘’γραφικός’’ ότι ο Αντετοκούνμπο πριν τα 30 του θα είναι ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο. Η ανάδειξη του ως MVP πριν καλά καλά γίνει 26 ετών αποτελεί τη μεγαλύτερη δικαίωση. Ο Αντετοκούνμπο δεν είχε τον πειρασμό του εύκολου χρήματος στην Ελλάδα. Χωρίς διαβατήριο για πολλά χρόνια, παρίας μιας κοινωνίας, δεν απέκτησε ποτέ δεύτερες σκέψεις. Δεν αποτέλεσε το λαχείο μιας οικογένειας γιατί το μόνο που έψαχναν οι Αντετοκούνμπο ήταν ένα πιάτο φαγητό. Η καλοζωία φέρνει εφησυχασμό, βαλτώνει τα όνειρα, η πέτρα χορταριάζει γιατί σταματάει να κυλάει. Ο Γιάννης μεγάλωσε ξέροντας τι σημαίνει πείνα. Και δεν το ξέχασε ποτέ όταν πήρε το πρώτο του συμβόλαιο που είχα πάνω του πολλά μηδενικά. Αντίθετα, δούλεψε σκυλίσια για το επόμενο επίπεδο και μετά για ακόμη πιο ψηλά. Όχι, ο Γιάννης δεν είναι προϊόν ούτε του ελληνικού μπάσκετ, ούτε της ελληνικής κοινωνίας. Είναι ένα παιδί που έτυχε να γεννηθεί στην Αθήνα και το γεγονός ότι αναγνωρίζει την Ελλάδα ως τη μοναδική του πατρίδα αποτελεί το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να μας κάνει σήμερα. Είναι η ίδια Ελλάδα των μπράβων που κυνηγούσαν τον πλανόδιο πωλητή πατέρα του, η ίδια Ελλάδα που δεν του έδινε διαβατήριο, η ίδια Ελλάδα που πλην ελαχίστων εξαιρέσεων δεν αναγνώρισε ποτέ το ταλέντο του. Προφανώς και σήμερα αρκετοί θα ζητήσουν ένα μερίδιο από την επιτυχία του. Αλλά η πίτα του Αντετοκούνμπο έχει λίγα κομμάτια που πρέπει αληθινά να μοιραστούν. Πρώτα από όλα στον ίδιο και στην οικογένεια του και μετά στους λίγους που τον πίστεψαν. Όλοι οι υπόλοιποι είμαστε απλά προσκεκλημένοι στο πάρτι της ζωής του και τον μάθαμε όταν ήταν πολύ αργά για μας και ευτυχώς πολύ νωρίς για τον ίδιο. Γιατί ο Αντετοκούνμπο που δεν θα έπαιζε στο Μιλγουόκι αλλά σε μια ελληνική ομάδα δεν θα ήταν τίποτα παραπάνω από πρώτος στο χωριό. Σήμερα είναι ο πρώτος στον κόσμο και το παράδειγμα ότι με σκληρή δουλειά και επιμονή τα όνειρα όχι μόνο γίνονται πραγματικότητα αλλά αποδεικνύονται και χωρίς όρια.