Διάβασα μια στατιστική που λέει ότι μόνο τρεις φορές ο Ολυμπιακός δεν έχει χάσει ευρωπαϊκό ματς, όταν προηγουμένως έχει χάσει στο πρωτάθλημα. Αναφέρονταν στα είκοσι τελευταία χρόνια και σε πάνω από δέκα ματς – το δείγμα ήταν στατιστικά αξιόπιστο. Μπορεί κάποιος να πει ότι είναι και τυχαίο, αλλά εγώ δεν πιστεύω τόσο στα τυχαία. Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει γιατί κι ο Ολυμπιακός είναι μια ελληνική ομάδα: οι ελληνικές ομάδες (όλες οι ελληνικές ομάδες…) έχουν μια τεράστια αδυναμία διαχείρισης της ήττας: ακόμα και ο Ολυμπιακός, που στο πρωτάθλημα χάνει λιγότερο από τους υπόλοιπους, όταν χάνει πελαγώνει από την ανασφάλεια.
Τι είναι η ήττα
Οι ελληνικές ομάδες (και οι οπαδοί τους) δεν μπορούν να καταλάβουν ότι η ήττα είναι απλά ένα αποτέλεσμα: τη θεωρούν προάγγελο συμφορών, σημάδι κρίσης, απόδειξη ότι τίποτα δεν πάει καλά. Είναι αλήθεια ότι έχουμε ένα πρωτάθλημα στο οποίο, αν θες να το κερδίσεις, οι πολλές ήττες δεν επιτρέπονται, όμως το αξιοπερίεργο είναι ότι οι ήττες δεν επιτρέπονται ακόμα κι αν έχεις κερδίσει το πρωτάθλημα ή ακόμα κι αν δεν διεκδικείς τίποτα. Πολλοί αποδίδουν αυτό το φόβο των ελληνικών ομάδων απέναντι στην ήττα στην υπερβολική κριτική των δημοσιογράφων και των οπαδών: δεν συμφωνώ γιατί γνωρίζω πόσο σκληρότεροι είναι σε αυτές τις περιπτώσεις δημοσιογράφοι άλλων χωρών και οπαδοί μεγάλων ομάδων. Στην Ισπανία κουνάνε μαντήλια σε προπονητές που έχουν κερδίσει το Τσάμπιονς λιγκ και κάνουν επιθέσεις στον Κριστιάνο Ρονάλντο. Στην Ιταλία είχαν πει στη RΑΙ (κι όχι σε κανένα ραδιοφωνικό ή διαδυκτιακό καφενείο…) ότι ο Ζιντάν παίζει σαν να φοράει γόβες – το χαν πει στις πρώτες του απογοητευτικές εμφανίσεις. Εδώ υπάρχει μεγάλος σεβασμός για τους γνωστούς παίκτες κι ανεκτικότητα απέναντι στους ξένους προπονητές, ακόμα κι αν παίζουν χειρότερο κατενάτσιο από τους δικούς μας. Αλλά ο ελληνικός φόβος παραμένει.
Η βαλβίδα αποσυμπίεσης
Η ήττα είναι αποτέλεσμα που σε μαθαίνει. Δείχνει τα λάθη σου και τα όρια σου: είναι καμιά φορά η βαλβίδα της αποσυμπίεσης. Νομίζω ότι η αδυναμία, όχι να την δεχτείς την ήττα και να μάθεις από αυτή, αλλά απλά να την αφήσεις πίσω χωρίς να σε αποδιοργανώσει ο αναπόφευκτος θόρυβος που προκαλεί, οφείλεται σε δυο άλλα πράγματα: στο γεγονός ότι το ποδόσφαιρο που παίζουν οι ομάδες είναι κατά κανόνα μέτριο και στο ότι οι ομάδες μας πλέον μοιάζουν να ενδιαφέρονται για την επικοινωνία (δηλαδή για τις δικαιολογίες, τις καταγγελίες και τις εντυπώσεις) πιο πολύ από όσο για το ποδόσφαιρο.
Φταίνε οι ομάδες
Όταν παίζεις αληθινά καλό ποδόσφαιρο δεν την φοβάσαι την ήττα. Η Μπαρτσελόνα διασύρθηκε προ τριετίας από τη Μπάγερν και μετά από δυο χρόνια γύρισε στο θρόνο της Ευρώπης παραμένοντας πιστή στο δόγμα του επιθετικού ποδοσφαίρου που έχει χαρακτήρα πίστης. Όταν γνωρίζεις πως αυτός που παρακολουθεί το παιγνίδι σου στο γήπεδο είναι χορτασμένος από αυτό που του προσφέρεις, δεν φοβάσαι να χάσεις. Αν συμβεί να χάσεις, ο μεγαλύτερος υπερασπιστής σου είναι πάντα ο χορτασμένος οπαδός σου: αυτός είναι ο κυματοθραύστης κάθε κριτικής – άλλωστε η άδικη, σκληρή, αστήριχτη κριτική δεν βρίσκει αποδέκτη παρά σπάνια. Η Μπάγερν έχασε το Τσάμπιονς λιγκ στην έδρα της: οι οπαδοί της την χειροκρότησαν και ένα χρόνο αργότερο την είδαν ακόμα καλύτερη και πρωταθλήτρια Ευρώπης. Αν οι ελληνικές ομάδες δεν έχουν την πολυτέλεια του χειροκροτήματος μετά από μια ήττα δεν φταίει για αυτό ο οπαδός ή ο δημοσιογράφος: οι ίδιες φταίνε. Κάνοντας συνήθως λίγα εντός γηπέδου χρειάζονται τις νίκες κυρίως για να αποφεύγουν ενοχλητικές συζητήσεις: η νίκη είναι συνήθως το μεγάλο χαλί κάτω από το οποίο όλα χωράνε. Στο ποδόσφαιρο πιο πολύ και από τη νίκη μετρά η πρόοδος, η εξέλιξη, το ίδιο το παιγνίδι την ομορφιά του οποίου πρέπει να αναδεικνύεις κάνοντας ότι πιο καλό μπορείς. Αυτά ωστόσο είναι αρκετά δύσκολα, οπότε προτιμάς τουλάχιστον να είσαι καλύτερος και να κερδίζεις – κι αυτό έκανε ειδικά φέτος στο πρωτάθλημα ο Ολυμπιακός. Μόνο που αυτό στην Ευρώπη δεν σε πάει μακριά. Εντάξει, δεν θ αποκλειστείς από την Καμπάλα, όπως ο ΠΑΟ αλλά και ο ΠΑΟΚ, όμως όταν θα φτάσει ο Φεβρουάριος δύσκολα θα είσαι αξιόμαχος. Τα καλά σου ματς ήταν τον Οκτώβρη, τότε που ακόμα και χάνοντας στο Τσάμπιονς λιγκ, πάλευες διαρκώς να γίνεις καλύτερος για να αντέξεις τη δυσκολία. Φυσικά αυτό είναι και πρόβλημα των προπονητών: ο Σίλβα, ο Πογιέτ, ο Τούντορ, ο Στραματσόνι καταλαβαίνουν ότι σε αυτή τη χώρα υπάρχει απαίτηση νίκης και όχι θεαματικού και καλού ποδοσφαίρου και συμβιβάζονται κάνοντας διαχείριση του υλικού. Αυτός που έχει το καλύτερο κερδίζει, αλλά κανένας δεν βάζει αγωνιστικούς στόχους μεγαλύτερους. Ο Μπάγεβιτς κάποτε και φυσικά ο Ερνέστο Βαλβέρδε ήταν οι τελευταίοι των οποίων οι ομάδες έπαιζαν καλύτερα τον Μάρτιο από ότι τον Οκτώβριο.
Επικοινωνία αντί για δουλειά
Το άλλο κακό είναι η επένδυση σε αυτό που λέμε επικοινωνία. Τα τελευταία χρόνια οι ομάδες επενδύουν πολύ σε αυτό με σκοπό να αποφεύγουν την αναμέτρηση με την αμείλικτη αγωνιστική πραγματικότητα. Νίκες με ομάδες κατά κανόνα κατώτερος προβάλλονται ως φοβερά αποτελέσματα. Διάφοροι ανακαλύπτουν επιτεύγματα προπονητών (εκεί που απλώς γίνεται μια απλή σοβαρή δουλειά…). Πολλοί είναι έτοιμοι να αποθεώσουν ανθρώπους παρουσιάζοντας τους ως μεσσίες. Κυρίως πολλοί είναι αυτοί που υπηρετούν μηχανισμούς που παράγουν δηλητήριο και δικαιολογίες. Ο θόρυβος που παράγεται είναι τρομακτικός και αδικαιολόγητος: η σπουδαιότητα του ποδοσφαίρου μας παραμένει μικρή και έτσι θα παραμείνει όσο δεν υπάρχουν επενδύσεις και σοβαρά σχέδια. Το αστείο είναι ότι μπορεί να εθελοτυφλείς όταν χάνεις (και να τα ρίχνεις στη διαιτησία πχ), αλλά και όταν κερδίζεις (αρνούμενος να σταθείς στο πως). Βέβαια, η νίκη σε γλυτώνει από το δηλητήριο των άλλων και συχνά κλείνει στόματα, αλλά ποδόσφαιρο δεν παίζει μια ομάδα για να αφαιρεί επιχειρήματα από τους εχθρούς της: παίζει για να διασκεδάζει το κοινό της. Ο στόχος όλων έπρεπε να είναι να κάνουν τον κόσμο να λαχταράει να πάει στο γήπεδο για να δει ποδόσφαιρο, αλλά επειδή αυτό δεν είναι εύκολο οι πρόεδροι επενδύουν σε δημοσιογράφους που δικαιολογούν και δηλητηριάζουν. Κι όταν αυτό γίνεται προτεραιότητα, η αγωνιστική πρόοδος πάει στην άκρη: όλα δεν γίνονται.
Φοβόμαστε την ήττα γιατί η ήττα είναι αποτέλεσμα του παιγνιδιού. Κι αυτό το τελευταίο δεν μας απασχολεί. Είναι και δύσκολο το ρημάδι…