Το ντέρμπι των αιωνίων αντιπάλων αποδείχθηκε στο γενικό πλαίσιο όπως ακριβώς το είχαμε προβλέψει: Πέραν πάσης λογικής. Δεν υπάρχει λογική σε ένα αγώνα που η μια ομάδα για 19 λεπτά παίζει σχεδόν…μόνη της στο παρκέ και φτάνει να προηγηθεί με 30 πόντους διαφορά και στα υπόλοιπα 21 η διαφορά πάει στο +16 για τον αντίπαλο της.
Για τον νικητή Ολυμπιακό δεν χρειάζεται να γράψουμε πολλά. Μετά από δύο αρνητικά αποτελέσματα στην Ευρωλίγκα κέρδισε το μεγαλύτερο μέρος από τη χαμένη αυτοπεποίθησή του και πέτυχε τον διπλό αντικειμενικό στόχο του (νίκη και διαφορά). Φυσικά, για τον Σφαιρόπουλο που για μια ακόμη φορά βασίστηκε στην πεπατημένη, σχεδίασε το ντέρμπι χωρίς περιττά ρίσκα και δικαιώθηκε το δεύτερο μέρος και η αλλαγή της εικόνας αποτελεί ένα καμπανάκι συναγερμού. Το γεγονός ότι το +30 έγινε κάποια στιγμή +9 είναι λόγος προβληματισμού αφού ο ερυθρόλευκος κόουτς προφανώς μπορεί να αντιληφθεί ότι δεν βασίστηκε μόνο στην χαλάρωση των παικτών του και στη δυσκολία να διαχειριστούν μια μεγάλη (και πρωτόγνωρη για ντέρμπι) διαφορά.
Το σίγουρο είναι ότι το ντέρμπι αποτελεί πλέον πηγή πολύ σοβαρού προβληματισμού στον Παναθηναϊκό αφού το Σέρβικο μοντέλο μπάσκετ (και λογικής) που προσπάθησε να εισαγάγει ο Αλεξάντρ Τζόρτζεβιτς δείχνει να μη λειτουργεί και χρειάζεται άμεσο λίφτινγκ. Το 50% σε μια σύγχρονη ομάδα μπάσκετ είναι η χημεία. Ακόμη και αν ένας μάγος της προπονητικής μαζέψει τους δέκα-δώδεκα καλύτερους παίκτες που υπάρχουν στην αγορά στην ίδια ομάδα είναι μάλλον απίθανο ότι θα καταφέρει να παίξει με το δείκτη στο μάξιμουμ και να φτάσει η ομάδα του το άριστα 10. Ο Παναθηναϊκός σχηματίσθηκε με μια συγκεκριμένη λογική και φιλοσοφία το περασμένο καλοκαίρι. Μια λογική που έμοιαζε όμως περισσότερο σαν να φτιαχνόταν μια εθνική ομάδα και όχι ένας σύλλογος που είναι υποχρεωμένος να πρωταγωνιστήσει σε Ελλάδα και Ευρωλίγκα.
Ο Τζόρτζεβιτς πάτησε πάνω στα χνάρια του πετυχημένου μοντέλου της εθνικής Σερβίας και σχεδόν την ‘’κόπιαρε’’ τόσο στο σχηματισμό της ομάδας, όσο και στον τρόπο που αυτή αγωνίζεται. Με μια διαφορά που αποδεικνύεται καθοριστική: Τα καλοκαίρια στις εθνικές ομάδες μαζεύονται όλοι οι καλοί διαθέσιμοι παίκτες μιας χώρας. Στην Ευρωλίγκα παίζουν (κυρίως) Αμερικάνοι και το μοντέλο της τελευταίας τετραετίας μετατρέπει σε πρωταγωνιστές ευέλικτους σέντερ-φόργουορντ με γρήγορα πόδια τύπου Χάινς, Ντόρσεϊ, Λάσμε, Ντάνστον, Γκιστ κλπ.
Η εξαιρετική Τρίτη περίοδος του Παναθηναϊκού στο ντέρμπι κατέδειξε ακριβώς αυτή την αδυναμία του! Πήρε το πάνω χέρι όταν χρησιμοποίησε μια ευέλικτη πεντάδα με βάση της τον Γκιστ και τους δύο Σέρβους ‘’δεινόσαυρούς’’ στον πάγκο. Ατυχώς για τον Παναθηναϊκό ο Γκιστ είναι ο μοναδικός αθλητικός παίκτης που διαθέτει στις θέσεις 4 και 5. Και όταν κάποια στιγμή χρειάστηκε να καθίσει στον πάγκο ο Ολυμπιακός δεν είχε πρόβλημα να ξεπεράσει ανώδυνα το ‘’πράσινο’’ ξέσπασμα και να ξαναπάρει το πάνω χέρι στο παιχνίδι.
Έχει άδικο ο Τζόρτζεβιτς; Είναι αναφαίρετο δικαίωμα σε ένα προπονητή να λανσάρει τη δική του φιλοσοφία. Ο Ιβκοβιτς παίζει τριάντα χρόνια το ίδιο μπάσκετ, ο Ομπράντοβιτς έχει πει ευθαρσώς και ξεκάθαρα ότι ξέρει μόνο ‘’ένα τρόπο παιχνιδιού’’ δοξάζοντας με δύο λέξεις την επιμονή του στο σύστημα: My way. Ο Μεσίνα για χρόνια προσπαθούσε να πάρει την Ευρωλίγκα με εντελώς διαφορετικό τρόπο από το σύστημα Ομπράντοβιτς και ο Τσάβι Πασκουάλ που είναι μια προπονητική διάνοια συνεχίζει να πιστεύει ότι θα κερδίσει την Ευρωλίγκα με σέντερ τον Τόμιτς και μόνο φέτος έκανε ένα βήμα πίσω προσθέτοντας στη Μπαρτσελόνα δύο αθλητικούς ψηλούς.
Κανείς δεν μπορεί να καταδικάσει ένα προπονητή γιατί έχει μια φιλοσοφία και την υπηρετεί αρκεί αυτή να μπορεί να συνδέσει σωστά όλα τα κομμάτια του παζλ. Και στην περίπτωση του Παναθηναϊκού αυτό δεν γίνεται. Λείπει ένας αθλητικός γκαρντ που θα δώσει ανάσες στον Καλάθη και στον Διαμαντίδη, λείπει ένας ακόμη αθλητικός ψηλός. Η λογική της επίθεσης με τον Ραντούλιτσα στο κέντρο και τέσσερις ακροβολισμένους σουτέρ λειτούργησε άριστα στην εθνική Σερβίας που έβρισκε απέναντι της ομάδες με ψηλούς ανάλογων κυβικών και με αργά πόδια. Στην Ευρωλίγκα, οι αντίπαλες ομάδες κτυπάνε αλύπητα με τα πικ εν ρολ τους τα αργά πόδια του Ραντούλιτσα και του Κούζμιτς.
Ο Τζόρτζεβιτς αρχίζει πια επικίνδυνα και θυμίζει… Τρινκέρι σε μια διασταλτική σύγκριση. Ο Τρινκέρι έχει αποδειχθεί και στο Καντού και τώρα στη Μπάμπεργκ ένας εκπληκτικός κόουτς για μικρομεσαίες ομάδες της Ευρωλίγκας αλλά δεν είχε την εμπειρία να διαχειριστεί μια εθνική που κινείται στο ανώτερο επίπεδο. Ο Τζόρτζεβιτς διαχειρίστηκε τέλεια την εθνική Σερβίας αλλά σε επίπεδο συλλόγων είχε οκτώ χρόνια να δουλέψει σε ομάδα της Ευρωλίγκας. Ο Τρινκέρι βρέθηκε μόνος του στον πάγκο σε ένα ξένο περιβάλλον. Ο Τζόρτζεβιτς γέμισε ένα πάγκο με Σέρβους συνεργάτες και δεν έχει δίπλα του ανθρώπους με γνώση της ελληνικής πραγματικότητας. Στη σύγκριση αυτή υπάρχει μια τεράστια και καταλυτική διαφορά.
Ο Τρινκέρι δεν είχε ποτέ την εν λευκώ διαχείριση της εθνικής και έχει γραφτεί ότι δέχτηκε σωρεία παρεμβάσεων στη δουλειά του. Ουδέποτε διαψεύστηκε, αντίθετα το έχει επιβεβαιώσει σε ουκ ολίγες δημόσιες τοποθετήσεις του ο Γιάννης Μπουρούσης, που όπως και ο Αντώνης Φώτσης, έμειναν στην εθνική το καλοκαίρι του 2013 με άνωθεν παρεμβάσεις. Ο Τζόρτζεβις πήρε εν λευκώ τα κλειδιά της διαχείρισης του Παναθηναϊκού το καλοκαίρι από τη διοίκηση της ομάδας που έκανε δεκτά όλα τα μεταγραφικά (και όχι μόνο) αιτήματα του και δεν άσκησε καμία παρέμβαση στις επιλογές του.
Ενδεχόμενα κάποιος θα μπορούσε να θέσει θέμα μπάτζετ αλλά και εδώ η απάντηση δεν ευνοεί τον Σέρβο κόουτς. Στο ίδιο μπάτζετ με διαφορετικούς χειρισμούς χωρούσαν οι παίκτες που λείπουν. Πως; Ο Τζόρτζεβιτς έφερε για τη θέση ‘’3’ τον Πάβλοβιτς δείχνοντας ότι δεν εμπιστευόταν καθόλου τον Γιάνκοβιτς (για βασικό) παρά την εξαιρετική προηγούμενη σεζόν του και ότι δεν είχε σκοπό να αξιοποιήσει τον Χαραλαμπόπουλο παρότι πάγια θέση της διοίκησης είναι η ανάδειξη του ελληνικού ταλέντου. Χωρίς τον Πάβλοβιτς, που δεν δικαιολόγησε παρά ελάχιστα τις περγαμηνές μιας μεγάλης καριέρας και με το δίδυμο Γιάνκοβιτς-Χαραλαμπόπουλου να μοιράζεται τη θέση ‘3’’ περίσσευε μια θέση ξένου και τα χρήματα του Σέρβου για να αποκτηθεί ένας περιφερειακός. Στους ψηλούς τα πράγματα ήταν ακόμη πιο εύκολα και χωρίς το παραμικρό ρίσκο. Από τη στιγμή που έμεινε ο Παπαγιάννης και αποκτήθηκε ο Ραντούλιτσα τα χρήματα του Κούζμιτς μπορούσαν να διατεθούν άνετα για ένα αθλητικό ψηλό. Συνεπώς, με τα ίδια οικονομικά δεδομένα και διαφορετική προπονητική φιλοσοφία μπορούσε κάλλιστα η εικόνα να είναι διαφορετική, χωρίς μάλιστα να χρειαστεί καν η απόκτηση έκτου ξένου αφού η ομάδα εκτός των άλλων έχει και μια κενή θέση αλλοδαπού.
Η κατάσταση σαφώς και διορθώνεται με ένα χειμωνιάτικο λίφτινγκ. Ήδη βρίσκεται ante portas ο Αμερικάνος γκαρντ Γκίμπσον και ενδεχόμενα αναζητείται και ένας ακόμη ψηλός. Μόνο που όταν μια ομάδα βγαίνει στην αγορά τον Γενάρη έχει λιγότερες πιθανότητες και μεγαλύτερο ρίσκο αφού οι ελεύθεροι παίκτες ούτε πολλοί είναι, ούτε μπορεί να πετύχει ‘’λαβράκια’’. Ο Παναθηναϊκός βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι όπου δεν χρειάζεται μόνο ένα γρήγορο λίφτινγκ αλλά κυρίως την αλλαγή της προπονητικής φιλοσοφίας. Και κανείς δεν μπορεί να γράψει αυτή τη στιγμή ποιο από τα δύο είναι δυσκολότερο! Ειδικά στο θέμα της διαχείρισης και της αξιοποίησης του πλούσιου ελληνικού ταλέντου που διαθέτει η ομάδα και παραμένει αναξιοποίητο.