Η λογοτεχνία είναι το μόνο κειμενικό είδος που καταφέρνει να συνενώσει τη γνώση, την κρίση και το συναίσθημα στη σωστή αναλογία βοηθώντας τον αναγνώστη στη συνειδητοποίηση της περιπλοκότητας των καταστάσεων. Ο κόσμος δεν κινείται γραμμικά ούτε με την αφέλεια ρηχών σχέσεων αιτίου-αιτιατού, γιατί αυτά ως σύλληψη προϋποθέτουν τη γνώση. Έτσι η λογοτεχνία καθοδηγεί τον αναγνώστη να δίνει ...

Η λογοτεχνία είναι το μόνο κειμενικό είδος που καταφέρνει να συνενώσει τη γνώση, την κρίση και το συναίσθημα στη σωστή αναλογία βοηθώντας τον αναγνώστη στη συνειδητοποίηση της περιπλοκότητας των καταστάσεων. Ο κόσμος δεν κινείται γραμμικά ούτε με την αφέλεια ρηχών σχέσεων αιτίου-αιτιατού, γιατί αυτά ως σύλληψη προϋποθέτουν τη γνώση. Έτσι η λογοτεχνία καθοδηγεί τον αναγνώστη να δίνει νέες οπτικές χωρίς να διδάσκει, να ντυθεί με τα ρούχα ηρώων και να περιηγηθεί στον δικό τους κόσμο, ωσάν να είναι ζωντανοί άνθρωποι. Ενθαρρύνει τη συνθετότητα των πραγμάτων ως ερμηνευτική προσέγγιση και αρνείται κάθε ορθοδοξία, κάθε δογματισμό.

Αυτή ακριβώς την ουσία της λογοτεχνίας αγγίζει και η νουβέλα της Λίνας Βαλετοπούλου, «Μισή όρθια, μισή χαλάσματα» (Γαβριηλίδης, 2018). Πρόκειται για έναν μονόλογο που ταξιδεύει σε σχεδόν όλη τη μεταπολεμική Ελλάδα μέσα από τα μάτια μιας μοδίστρας από τον Βόλο. Μέσα από τις τελευταίες τις αναμνήσεις, ζωντανεύει η Ελλάδα της επαρχιακής πόλης και ο μικρόκοσμος της γειτονιάς. Στη νουβέλα ξαναζούν τα ήθη της εποχής, διατηρώντας πολλά χαρακτηριστικά από το σύγχρονο κοινωνικό μυθιστόρημα.

Όλο το έργο κινείται γύρω από έναν κεντρικό χαρακτήρα που συμπληρώνουν δευτερεύοντες ή αδρανείς και πληροφοριακοί ήρωες, σαν ένα μεγάλης έκτασης διήγημα∙ άλλωστε, η διαφορά του από το διήγημα είναι τα χρονικά άλματα, ο μεγάλος δηλαδή αφηγηματικός χρόνος στον οποίο χώρου καταστροφικοί σεισμοί σε Βόλο και Αθήνα, χούντα και μετανάστευση, νοοτροπίες και στάση ζωής στην ελληνική επαρχία.

Κατά την τυπολογία του G. Genette το έργο στηρίζεται στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση με εσωτερική εστίαση της ηρωίδας. Η διήγηση μολονότι ακολουθεί τον ιστορικό χρόνο, δεν είναι γραμμική. Αναχρονίες και προλήψεις διακόπτουν την αφηγηματική ροή, ενώ συχνά υστενότερα γεγονότα μπαίνουν πρώτα∙ ορισμένα κεφάλαια μοιάζουν να ξεκινούν από το τέλος διακρίνοντας πρακτικά την “ιστορία” από την “αφήγηση”. Ξεχωρίζουν οι συχνές επαναλήψεις ως αναφορές σε γεγονότα ή πρόσωπα, συμβάλλοντας στην εξατομίκευση του χαρακτήρα και την απόδοση της ψυχολογίας του. Η απλή γλώσσα μέσα στην ενδοδιηγητική προοπτική προσφέρει ζωντάνια. Η σκιαγραφούμενη αφέλεια με λέξεις λαϊκές φέρνει μία παραστατικότητα και μία θεατρική αμεσότητα.

Γραμμική δεν είναι όμως ούτε η πλοκή. Άλλωστε, ο μύθος στηρίζει το “χτίσιμο” του χαρακτήρα. Έχει σημασία ότι οι ανατροπές στην εξέλιξη του μύθου υποστηρίζουν τελικά τη θέση ότι η λογοτεχνία διδάσκει την πολυπλοκότητα των ερμηνειών, αρνούμενη τις σχηματικές λογικές. Απρόοπτα μικρά ή μεγάλα, τυχαία ή σχεδιασμένα λαμβάνουν χώρα σε όλη την έκταση του έργου. Τα “κενά” που αφήνει το έργο ή συμπληρώνονται αργότερα είτε από την αναγνωστική ανταπόκριση. Τα κείμενα δεν απαντούν σε όλα. Η απροσδιοριστία, οι σιωπές και οι απουσίες είναι σκόπιμα ενταγμένες στη δομή τους και αναγκαίες για την ερμηνευτική νοηματοδότηση κατά την αναγνωστική διαδικασία.

Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr