Η Κέρκυρα έχει 138 χωριά. Τα περισσότερα από αυτά δημιουργήθηκαν την περίοδο της Ενετοκρατίας από το 1386 έως το 1798. Στη Κεντρική δυτική πλευρά του νησιού, σε ύψος μόλις 200 μέτρα από την παραλία του Αγίου Γορδίου, πλαγιασμένο στην πλευρά του βουνού του Αγίου Παντελεήμονα, βρίσκεται το χωριό Κάτω Γαρούνα.

Είναι ένα κερκυραϊκό, παραδοσιακό χωριό με σπίτια χτισμένα σκαλωτά, που όταν τα αντικρίζεις από μακριά θαρρείς ότι πατάς στη στέγη του άλλου για να ανέβεις στην κορυφή. Πότε ιδρύθηκε το χωριό και πως πήρε το όνομά του μένει ακόμη αδιευκρίνιστο. Το πρώτο έγγραφο που διαθέτει σήμερα η κερκυραϊκή ιστορία αναφορικά με το χωριό είναι μία πάχτωση, με ημερομηνία 4 Αυγούστου 1503.

Φέρεται όμως ότι η ιστορία του ξεκινά πολύ πιο πίσω, από την κυριαρχία των Ανδηγαβών στο νησί το 1267- 1386, όταν οι Γάλλοι κατακτητές, έφεραν διοικητικές μεταβολές και παραχωρήθηκαν τιμάρια σε βαρόνους. Φημολογείται ότι ίσως κάποιος από αυτούς να καταγόταν από τις ομώνυμες περιοχές των Άνω και Κάτω Γαρούνα της Γαλλίας και έδωσε την ονομασία στο χωριό. Το 1590 ο Καστροφύλακας των Χανίων, που κατέγραψε όλους τους οικισμούς και τα χωριά που ανήκαν τότε στην Ενετία, στα Επτάνησα και στην Κρήτη, άφησε μία καταγραφή των κατοίκων του Κάτω Γαρούνα, όπου το 1590 είχε 110 άτομα. Το χωριό αναπτύσσεται μετά το 1700. Το 1722 τα πρώτα έγγραφα του χωριού, μιλάνε για τις εκκλησίες και τον Αι Νικόλα με το φημισμένο πέτρινο τέμπλο του.

Ο πληθυσμός του αυξάνεται, αλλά ο Κάτω Γαρούνας δεν είχε σχολείο και όμως οι αγράμματοι άνθρωποι του ποθούσαν τα παιδιά τους να μάθουν γράμματα έκαναν γραπτή αναφορά στην αγγλική τότε διοίκηση και ζητούσαν να στείλει ένα δάσκαλο. Αυτοί αναλάμβαναν να πληρώσουν τον μισθό του, τα έξοδά τους και του εξασφάλιζαν το χώρο διαμονής του. Έτσι έγινε το πρώτο ιδιωτικό σχολείο, πριν γίνει το δημόσιο, με άδεια που έδωσε η αγγλική διοίκηση, αλλά με την υποχρέωση τα παιδιά να μαθαίνουν και αγγλικά.

Το σχολείο λειτούργησε το 1854 και φοιτούσαν 17 παιδιά, μεταξύ αυτών και η πρώτη κοπέλα…Το δημόσιο σχολείο λειτούργησε πολύ αργότερα, είχε 180 παιδιά και έναν δάσκαλο που δίδασκε και το πρωί και το βράδυ. Οι μεγαλύτεροι μαθητές της έκτης τάξης ήταν και οι βοηθοί του δασκάλου που μάθαιναν γράμματα στα παιδιά της πρώτης τάξης.

«Στα χρόνια της ιταλικής κατοχής…» θυμάται ο 81χρονος Σπύρος Σκολαρίτης «είχαμε κάποια τετράδια, αλλά ένα βιβλίο για όλους. Όλοι είχαμε τη μαύρη πλάκα και γράφαμε με το κοντύλι από τον πίνακα… Οταν φύγανε οι Ιταλοί και οι Γερμανοί, ήρθαν οι Άγγλοι. Οσα χωριά είχαν σχολεία, τους έστελναν τρόφιμα και συσσίτιο, «πληγούρι», «κορωνιά» όπως το λένε οι Κερκυραίοι. Τα κορίτσια δεν πηγαίνανε καθόλου σχολείο, δούλευαν για να βγάλουν μεροκάματο. Υφαίνανε στον αργαλειό.

Η φτώχεια θέριζε το χωριό… Η μετανάστευση αποτελούσε τη μόνη λύση στον πόλεμο της πείνας. Η Αυστραλία έγινε προορισμός. Εγινε η χώρα του παραδείσου… για τους νέους του χωριού. Τα κορίτσια αφήσανε τους αργαλειούς, τα αγόρια τα νταμάρια και τα ελαιοτριβεία… και φύγανε για μέρη μακρινά.

«Μετά την κατοχή η φτώχεια ρήμαξε το χωριό. Ο κόσμος άρχισε να ενδιαφέρεται για την μετανάστευση. Οι πιο πολλοί ήξεραν και εγγλέζικα. Η πρώτη οικογένεια, που πήγε στην Αυστραλία, ήταν η οικογένεια Καρδάμη. Αυτοί έκαναν μετά κάποιες προσκλήσεις και σιγά – σιγά το μεγαλύτερο ποσοστό ξενιτεύτηκε στην Αυστραλία» θα πει ο Νίκος Σκολαρίκης, κάτοικος του χωριού, που θα ξεδιπλώσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ την ιστορία της μετανάστευσης του μικρού χωριού…

«Οικογένειες άρχισαν να ξεκληρίζονται. Πρώτα φεύγανε τα αγόρια, μετά τα κορίτσια για να καλοπαντρευτούν και τελικά ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων του χωριού μετακινήθηκαν προς την Αυστραλία, τον Καναδά και μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου στην τότε δυτική Γερμανία. Κόρες και γιοι έφυγαν. Πίσω μείνανε οι γονείς τους με την ελπίδα να δουν τα παιδιά τους να πλουτύνουν και γρήγορα να επιστρέψουν πίσω. Ξεκίνησαν και οι γάμοι. Πέρνανε κοπέλες από το χωριό… Αρκετοί αποκαταστήθηκαν, άλλοι όχι. Όσοι έφυγαν δεν ξαναγύρισαν ποτέ» αφηγείται ο Νίκος Σκολαρίκης.

«Δεν είχαμε εργοστάσια στην περιοχή, μόνο κτήματα και αργαλειούς στο σπίτι. Κουραστική και δύσκολη ζωή. Δεν ξέρανε τι θα βρούνε, αλλά φύγανε να πλένουν πιάτα στα μεγάλα εστιατόρια, έλπισαν ότι θα ήταν καλύτερα… ότι δεν θα πεινούσαν. Φύγανε 14 χρονών παιδιά. Υπήρχε άνθρωπος που είχε εφτά παιδιά και πήγαν όλα στην Αυστραλία….. Απλά ο καθένας κλαίει τον πόνο του. Το ’60 έφυγε και η αδερφή μου η Αντιγόνη, της κάνανε προξενιό, έστειλε τη φωτογραφία της, έτσι γινόταν τότε… Μετά έφυγε και ο αδερφός μου ο Στέφανος. Εκείνος, ο πατέρας μου, φταίει για όλα. Από κουταμάρα φύγανε. Εμείς είχαμε να φάμε. Τότε εγώ ήμουν μόνο 23 και η αδερφή μου ένα χρόνο μεγαλύτερη. «Μη πας» της είπα. «Εκεί είναι καλύτερα», μου είπε, «έχει άλλα η ζωή… εδώ τίποτα». Τα χρόνια περνούσαν, της έλεγα να έρθει. Είχε πλέον οικογένεια. Δεν μπορούσε. Η Αυστραλία ήταν μακριά. Στην αρχή λαμβάναμε τα γράμματα. Μετά ήρθαν ευτυχώς τα τηλέφωνα… Γεράσαμε… Καταραμένη Αυστραλία…. Καταραμένη ξενιτιά… Μήπως εκεί ήταν καλύτερα; Δούλευαν όλη τη μέρα… Είναι σα να μην υπάρχουν… Τους ακούμε στο τηλέφωνο, αλλά δεν τους βλέπουμε και δεν μας βλέπουν…». Μιλά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ όλο συγκίνηση και παράλληλα θυμό για την ξενιτιά, η 81χρονη σήμερα Ειρήνη Σκολαρίκη, που σκουπίζει τα δακρυσμένα μάτια της για το μεγάλο της καημό. «Έτσι το έγραψε η μοίρα» θα πει και θα ευχηθεί: «Να μην πηγαίνουν στην ξενιτιά, είναι δεύτερος θάνατος…».

Η αδερφή της, η Αντιγόνη, πέθανε το Πάσχα του 2015. Η κ. Ειρήνη το έμαθε από το τηλέφωνο, είχε να τη δει 30 ολόκληρα χρόνια…

«Έχω πάνω από είκοσι ξαδέλφια στην Αυστραλία. Εχω και θείους και θείες απ΄τον πατέρα μου και τη μάνα μου και πολλά ανίψια. Κάποιους έχω να τους δω πάρα πολλά χρόνια και κάποιους δεν τους έχω γνωρίσει ποτέ. Το κακό είναι ότι και τώρα μεταναστεύουν. Την προηγούμενη εβδομάδα έφυγαν δύο για Αυστραλία» λέει στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο 52χρονος Κώστας Σκολαρίκης

Η αδερφή του 81χρονου σήμερα Σπύρου Σκολαρίκη, στα 24 της χρόνια παντρεύτηκε με το διάκονο του χωριού και έφυγαν τότε για την Αυστραλία, πέρασαν 50 χρόνια.

«Τους είπανε πολλά.., ότι εκεί θα κάνουνε λεφτά… Τα άσχημα δεν τους τα είπανε, ότι θα δουλεύουν μέρα νύχτα, ότι δεν θα μπορούνε να πάνε πουθενά, ότι θα είναι μόνο σπίτι-δουλειά… Εμείς θα γίνουμε μεγάλοι, φανταστήκανε. Έπρεπε να κάτσουν εδώ… Δεν μάθανε και τα παιδιά τους ελληνικά», θα πει με παιδικό παράπονο και με θυμό που δεν καταλάγιασε ποτέ ο Σπύρος Σκολαρίκης.

«Το χωριό σήμερα έχει περίπου 500 με 600 μόνιμους κατοίκους. Άλλοι τόσοι έχουνε φύγει μετανάστες. Σε κάθε σπίτι υπάρχει και κάποιος μετανάστης. Περισσότερες από 120 οικογένειες έχουν μεταναστεύσει και δυστυχώς συνεχίζουν ακόμη. Την περασμένη εβδομάδα έφυγε άλλη μία οικογένεια» λέει όλο νόημα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου του Κάτω Γαρούνα, Γιάννης Βενέτης

Ο πάτερ Αρτέμιος Κουρτέσης έχει και αυτός τη δική του ιστορία: « Άδειασε το χωριό τη δεκαετία του ’50 αρχές και του ’60. Έφυγε και η αδερφή μου η πρώτη, η μεγάλη… Με πρόσκληση, όπως γινόταν τότε… Επρεπε, όμως, να περάσει από γιατρό. Οχι μόνο αυτή, αλλά όλη η οικογένεια. Πήγαμε στα Γιάννενα, όλοι μαζί η οικογένεια για να εξεταστούμε, για να πάρει η αδερφή μου την έγκριση ότι δεν κινδυνεύει η χώρα από κάποια μεταδοτική ασθένεια. Και έτσι πέρνανε το «ελεύθερο» να φύγουν από την Ελλάδα για να πάνε στην Αυστραλία.

Η Χρυσούλα Σουπιώνη έκανε εννέα παιδιά και έφυγαν όλα. Είχε 26 εγγόνια και 18 δισέγγονα όλα στο Σίδνευ. Σήμερα δεν ζει. Εφυγε με ένα καημό, τόσα παιδιά κανένα δίπλα της… «Η Παναγιά κοντά τους» έλεγε ολημερίς και ολονυχτίς.

Αυτοί που έφυγαν μετανάστες ήταν από 18 μέχρι και 35 ετών. Τα κορίτσια ήτανε περιζήτητες νύφες. Στέλνανε την φωτογραφία τους και αμέσως ερχόταν πρόσκληση. Άμοιρη η μάνα… Τραγικός ο αποχωρισμός της κόρης από την αγκαλιά της, λένε και ξαναλένε οι γριούλες που θυμούνται τα νιάτα τους και την κάθε ιστορία αποχωρισμού σε κάθε σπίτι.

Η μετακίνηση στην Αυστραλία από το χωριό του Κάτω Γαρούνα έγινε ονομαστή ως «Ταξίδι χωρίς επιστροφή».

«Αυτοί που φεύγανε, το βράδυ πηγαίνανε και αποχαιρετούσαν όλο το χωριό. Λες και δε θα τους έβλεπαν ποτέ ξανά… και κάπως έτσι γινόταν… Αυτός ο δρόμος ήταν αγύριστος… Και οι πατεράδες περιμένανε όλοι γράμματα από τα παιδιά από την Αυστραλία… Είχαν και δολάρια μέσα» εκμυστηρεύεται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Θεοδώρα (Λόλα) Σπίνουλα.

«… Μου έλεγε ο κουνιάδος μου ότι δε περνούσανε όλοι καλά. Στην αρχή μένανε σε μία καλύβα, όπου εκεί μέσα ούτε το ζωντανό σου δεν έβανες και πέρνανε κεφάλες από γουρούνια και τις βράζανε για να τις τρώνε δύο τρεις μέρες μέσα σε μία κατσαρόλα … Τι ζωή και αυτή» μονολογεί η κ. Λόλα και συνεχίζει: «Και κει πέρα δύσκολα ήτανε. Υστερα μάθανε τη γλώσσα. Η αδερφή μου πέθανε στην Αυστραλία… Ηθελε να πάει εκεί πέρα για να πλουτίσει… Να ο πλούτος της… Μόνη πέθανε, δεν την ξαναείδα άλλο. Ο αδερφός μου έφυγε 23 χρονών, μόλις τελείωσε από φαντάρος του έκανε πρόσκληση μια κοπέλα, έφυγε και την παντρεύτηκε. Ήρθε μετά από 23 χρόνια, έκανε το σπίτι… Οταν ήρθε δεν τον εγνώρισα … Πάντρεψε και την κόρη του εδώ… Εκανε μεγάλο γλέντι… Έφυγε πάλι πίσω. Το σπίτι του βίλα έγινε, αλλά άλλη πατρίδα έχει πλέον. Τα παιδιά του πεθερού μου φύγανε και αυτά και τα τέσσερα.

Ξεκληρίστηκε τότε όλο το χωριό. Όταν ήταν να φύγει ένα παιδί, βάζαμε ένα μαντήλι κόκκινο στο παράθυρο. Το μαντήλι ξεθώριαζε και το παιδί δεν είχε φτάσει ακόμη στην Αυστραλία, 45 μέρες μέσα στη θάλασσα, μέσα στο πλοίο… Ζωή ήταν αυτή ..Τώρα έφυγε κι η εγγονή μου, πήγε στην Αμερική για να βρει δουλειά… Η ξενιτιά είναι δεντρί, δεντρί με δύο κλώνους, ο ένας γεννάει τους καρπούς και ο άλλους γεννάει τους πόνους … Εκεί πέρα δεν γνωρίζανε κανέναν…» λέει η 82χρονη Λόλα Σπίνουλα που μένει στο φτωχικό σπιτάκι της στον Κάτω Γαρούνα, αλλά ήταν πάντα ολιγαρκής και ικανοποιημένη από αυτά που της έδινε ο Θεός.

Η Λόλη Καρδάμη είχε να δει τον πατέρα της 20 χρόνια. Οταν ήρθε στην Κέρκυρα και πήγε στον Κάτω Γαρούνα, ο πατέρας της δεν την γνώρισε. Έφυγα με τα μαλλιά μακριά, θα πει. Ο πατέρας μου είδε την κόρη μου και πήγε κοντά της. Νόμιζε πως ήμουν εγώ… Πατέρα, του φώναξα. Δεν με κατάλαβες. Εγώ είμαι…

Η Αντιγόνη Πάγκαλη σήμερα δεν ζει, έφυγε με το δικό της καημό. Το τραγούδι της όμως παραμένει ακόμη ζωντανό… Σιγοψιθυρίζεται από τις ηλικιωμένες, τραγουδιέται δυνατά από τις σημερινές μάνες που συνεχίζουν να χάνουν τα παιδιά τους, να τα βλέπουν να ξενιτεύονται.

…. «Να χαμηλώσουν τα βουνά… Να δω την Αυστραλία… Να’ βλεπα τα παιδάκια μου που’ χουν τα μεγαλεία. Να τραγουδήσω δεν μπορώ, κάπου και όπου τα χάνω… Να ΄βλεπα τα παιδάκια μου και ύστερα ας πεθάνω»…

Σήμερα οι κάτοικοι του Κάτω Γαρούνα δεν ξέρουνε τι είναι χειρότερο: ο λοιμός, η χειρότερη ασθένεια που θέρισε κάποτε το χωριό ή η μετανάστευση… Οι περισσότεροι θα πουν ότι ο Αϊ Νικόλας τότε έκανε το θαύμα του και το χωριό σώθηκε από την ασθένεια. Η μετανάστευση, όμως, που ρήμαξε το χωριό, δεν γιατρεύτηκε ποτέ, αφήνοντας πίσω της ανίατες πληγές …