Περίπατο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης θα κάνουν το πρωί της ερχόμενης Κυριακής οι “φουστανελάδες” καθώς αναβιώνουν τα Ρουγκάτσια, ένα έθιμο που τελείται και σήμερα σε χωριά του κάμπου της περιοχής. Το χορευτικό τμήμα του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Δέλτα, συνοδεία μουσικής, θα περάσει από την Καμάρα, την Πλατεία Αριστοτέλους και την Τσιμισκή ενώ το έθιμο θα αναβιώσει και στη Χαλάστρα στις 3 Ιανουαρίου, μετά τη Θεία Λειτουργία.
Στο στενό δέσιμο της καθημερινής ζωής της περιοχής με τη γη και την παράδοση αναφέρεται, με δήλωσή του, ο Δήμαρχος Δέλτα, Ευθύμιος Φωτόπουλος και σχολιάζει ότι τα “Ρουγκάτσια” είναι ένα από τα πιο παλιά ομαδικά έθιμα της Μακεδονίας, χαρακτηριστικό δείγμα του πολιτιστικού πλούτου της περιοχής.
Αναφορικά με την προέλευση του εθίμου, ο Δήμος Δέλτα, επικαλούμενος πληροφορίες από το βιβλίο του Δημήτρη Πανταζόπουλου “Τ’ Αντέτια μας” κάνει λόγο για ένα από τα ωραιότερα Ρουµλουκιώτικα έθιμα και διευκρινίζει ότι η λέξη Ρουμλούκι είναι ονομασία της ευρύτερης περιοχής, επί τουρκοκρατίας. Συγκεκριμένα, μια ομάδα φουστανελοφόρων που φέρουν σπαθιά, περιφέρονται κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς χορεύοντας στους ήχους των ζουρνάδων και του νταουλιού.
Επί τουρκοκρατίας, αδυνατώντας οι τουρκικές αρχές να αστυνομεύσουν τις περιοχές από επιθέσεις ληστών ανέθεταν σε ομάδες Ελλήνων να προφυλάξουν τους κατοίκους. Έτσι, νέοι από χωριά της περιοχής γύριζαν τις μέρες του 12ημέρου τα χωριά τα οποία και προστάτευαν και ως αντίτιμο των υπηρεσιών τους εισέπρατταν δώρα. Οι χωρικοί σε ένδειξη ευχαριστίας πλήρωναν τα ρουγκάτσια με ό,τι είχε ένα σπίτι τότε (κρέας, καλαμπόκι, σιτάρι, κρασί κ.α.).
Κύριος σκοπός της τέλεσης του εθίμου ήταν η συγκέντρωση χρημάτων που τα προσφέρει ο νοικοκύρης του κάθε σπιτιού, σαν ενίσχυση για την οικοδόμηση ενός νέου ναού ή σχολείου ή την συντήρηση παλαιών κτιρίων.
Το να είσαι “ρουγκατσάρης” θεωρούνταν μεγάλη τιμή, καθώς οι “φουστανελάδες” είχαν την ευλογία της εκκλησίας. Σε περίπτωση που δύο διαφορετικές ομάδες αντάμωναν έπρεπε η μια να δηλώσει υποταγή στην άλλη, περνώντας κάτω από τις πάλες (σπαθιά) τις άλλης. Επειδή καμία δεν δέχονταν να το κάνει, μονομαχούσαν μέχρι θανάτου.