Ο Πρόεδρος των Σχολών Ποδοσφαίρων του Παναθηναϊκού, Κώστας Καπουράνης έδωσε συνέντευξη που φιλοξενείται στο match programme του αγώνα Παναθηναϊκός- ΟΦΗ και αναφέρθηκε στην δουλειά που γίνεται από τους ανθρώπους του Τριφυλλιού, προκειμένου να στελεχωθούν με νέα αστεράκια οι Ακαδημίες του συλλόγου.
Αναλυτικά η συνέντευξη του Κώστα Καπουράνη στο match programme του Παναθηναϊκού:
«Θέλουμε να επεκταθούμε κι άλλο. Στόχος μας είναι να συνεργαζόμαστε με μια Ακαδημία ή ένα Αθλητικό Σωματείο σε κάθε πόλη της Ελλάδας. Πρέπει όμως να κινούμαστε σταδιακά, βήμα – βήμα, γιατί η περίοδος είναι δύσκολη και δεν υπάρχει η άνεση που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε ότι η διοίκηση της ΠΑΕ έχει στηρίξει σημαντικά την προσπάθεια που γίνεται παρά το γεγονός ότι οι πόροι της είναι περιορισμένοι. Παράλληλα θέλουμε να βελτιώσουμε τις παροχές μας προς τα παιδιά είτε μιλάμε για τους προπονητές από την Ακαδημία που τους επισκέπτονται είτε για το σύνολο της μαθησιακής διαδικασίας. Δεν πρέπει να μας ενδιαφέρουν μόνο τα 10 παιδιά που ενδεχομένως θα «βγουν», αλλά και τα υπόλοιπα 5.000 που μαθαίνουν. Έτσι χτίζεται η σχέση εμπιστοσύνης που απαιτείται κυρίως σε αυτές τις ηλικίες».
Οι παροχές αυτές έρχονται με ένα αντίτιμο εξαιρετικά περιορισμένο σε σύγκριση με την πολιτική που ακολουθούν άλλοι Σύλλογοι.
«Αυτή είναι και η ιδιαιτερότητα η δική μας σε σχέση με την πρακτική που ακολουθούν μεγάλες ομάδες του εξωτερικού ή άλλες ελληνικές ομάδες. Εμείς δηλαδή προσπαθούμε να ελαχιστοποιούμε το κόστος των συμμετεχόντων την ώρα που άλλοι προσπαθούν να βγάλουν χρήματα από αυτή τη διαδικασία».
Κάποιος όμως μπορεί να ισχυριστεί βάσιμα ότι το ποδόσφαιρο σήμερα είναι επιχείρηση και κάθε ομάδα οφείλει να αυξάνει με κάθε τρόπο τα έσοδά της.
«Προφανώς, στο βαθμό που το ποδόσφαιρο είναι επαγγελματικό και οφείλει κάθε ομάδα να αυτοχρηματοδοτείται σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο ποσοστό οφείλεις να σκέπτεσαι και την επιχειρηματική πλευρά του πράγματος. Όχι όμως σ’ αυτό το επίπεδο. Δεν πας να βγάλεις λεφτά από τα παιδιά και τις οικογένειές τους σ’ αυτήν ιδιαίτερα τη συγκυρία. Αν δουλεύεις σωστά και έχεις εμπιστοσύνη στη μέθοδο και τις ικανότητές σου μπορείς να βγάλεις πολλαπλάσια χρήματα παράγοντας και πουλώντας στη συνέχεια έτοιμους ποδοσφαιριστές από μικρές ηλικίες. Η Σπόρτινγκ Λισαβώνας για παράδειγμα, από τις πιο επιτυχημένες ομάδες στην παραγωγή ποδοσφαιριστών, έχει πουλήσει πάνω από 100 ποδοσφαιριστές με έσοδα πάνω από ? 200 εκατομμύρια».
Με ποιο τρόπο συνδέονται οι Σχολές με τα τμήματα υποδομής του Παναθηναϊκού;
«Φτάνουμε λοιπόν στο σημαντικότερο για τον Παναθηναϊκό: αυτό που κάνουν οι Σχολές Ποδοσφαίρου του Παναθηναϊκού είναι να βάζουν τις βάσεις ώστε να εκπαιδευτούν κατάλληλα και σωστά τα παιδιά στις ηλικίες 5-15 ετών και αυτοί που θα ξεχωρίσουν να επανδρώσουν τις ομάδες υποδομής του Παναθηναϊκού. Η συνεργασία μας με την Ακαδημία είναι ιδανική και πιστεύω ότι το κλειδί γι’ αυτό είναι οι διακριτοί ρόλοι που υπάρχουν. Εμείς μέσα από τις διαδικασίες που ακολουθούμε καταλήγουμε να προτείνουμε κάποια παιδιά. Η Ακαδημία είναι αυτή που έχει την τελική επιλογή για το ποιοι θα κάνουν το βήμα της ένταξης στην Παιανία».
Ποια η γνώμη σας για την προοπτική των νεαρών ποδοσφαιριστών που δουλεύουν στην Παιανία;
«Είμαι πολύ αισιόδοξος. Πιστεύω ότι στα επόμενα 3-4 χρόνια ο Παναθηναϊκός θα μπορεί να στελεχώνεται σε μεγάλο βαθμό από τις υποδομές του. Το πρόγραμμα δουλειάς, τα κριτήρια επιλογής και η μέθοδος που έχουν εφαρμοστεί από τον κ. Σαμαρά είναι δεδομένο ότι θα αποφέρουν καρπούς αν υπάρξει υπομονή και στήριξη. Σ’ ό, τι αφορά τις Σχολές Ποδοσφαίρου πιστεύω ότι ο Μαυρίας και ο Χουχούμης θα είναι μόνο η αρχή».
Μήπως όμως η γενικευμένη τάση για χρησιμοποίηση νεαρών ποδοσφαιριστών φτάνει σε κάποια υπερβολή;
«Είναι αλήθεια ότι πολλές ομάδες, κυρίως εξ ανάγκης, καταφεύγουν μαζικά στη «λύση» της χρησιμοποίησης ποδοσφαιριστών από τις υποδομές τους. Αυτό δεν είναι από μόνο του κακό. Όταν ένα παιδί είναι έτοιμο, πρέπει να παίξει. Το θέμα είναι όμως πόσο έτοιμοι είναι οι ποδοσφαιριστές, ποιος το κρίνει αυτό και ποιοι είναι αυτοί που τους εκπαιδεύουν. Εκεί ο Παναθηναϊκός έχει μεγάλο πλεονέκτημα γιατί οι άνθρωποι που κάνουν αυτή τη δουλειά είναι επαγγελματίες υψηλού επιπέδου».