Για διαφορά δυναμικότητας ανάμεσα σε Παναθηναϊκό και ΤΣΣΚΑ Μόσχας, μίλησε ο άμεσος συνεργάτης του Δημήτρη Ιτούδη στη ρωσική ομάδα, Ανδρέας Πιστιόλης.
Ο Ανδρέας Πιστιόλης μίλησε στο Sepk.gr για την πρόκριση στο φάιναλ-φορ, τη δύσκολη σειρά με τον Παναθηναϊκό και τα αγωνιστικά στοιχεία που χάρισαν στην ομάδα του τη διάκριση.
Μετά την άψογη συνεργασία στον Παναθηναϊκό ο Ανδρέας Πιστιόλης ακολούθησε τον Δημήτρη Ιτούδη στην Τουρκία (Μπανβίτ) και τώρα στη Ρωσία, αποτελώντας το δεξί του χέρι. Ρόλο που εξακολουθεί να έχει και φέτος στην ΤΣΣΚΑ. Η χρονιά κυλάει με ιδανικό τρόπο για το ελληνικό τεχνικό δίδυμο (σ.σ ο τρίτος Έλληνας είναι ο γυμναστής Κώστας Χατζηχρήστος), καθώς η ΤΣΣΚΑ βρίσκεται στην πρώτη θέση της VTB και έχει εξασφαλίσει τη συμμετοχή της στο φάιναλ-φορ της Μαδρίτης.
Αναφερόμενος στη σειρά με τον Παναθηναϊκό ο Ανδρέας Πιστιόλης τόνισε ότι: “η ΤΣΣΚΑ είχε εξ αρχής το ξεκάθαρο προβάδισμα, λόγω πλεονεκτήματος έδρας, αλλά και διαφοράς δυναμικότητας. Ξέρουμε, όμως, ότι στο μπάσκετ ο χαρακτηρισμός του φαβορί αποδεικνύεται στο γήπεδο. Πολλές φορές η πίεση δρα ως παράγοντας που αλλάζει την ισορροπία σε μια σειρά, όπως έχει γίνει στο παρελθόν, για παράδειγμα στην περσινή σειρά με την ΤΣΣΚΑ ή παλαιότερα στους προημιτελικούς του Παναθηναϊκού με τη Μπαρτσελόνα.
Φέτος αντιδράσαμε όπως έπρεπε να αντιδράσουμε, δείχνοντας ότι είμαστε σε καλή κατάσταση. Ο Παναθηναϊκός στα παιχνίδια στη Μόσχα δεν χρησιμοποίησε την ψυχολογία του αουτσάιντερ, δηλαδή να είναι πιο ενεργητικός και αποφασιστικός, να είναι δηλαδή διατεθειμένος να παίξει δυνατά. Για αυτό και είχαμε μεγάλες διαφορές στα δύο παιχνίδια.
Από και πέρα στο ΟΑΚΑ πάντα τα πράγματα αλλάζουν. Ειδικά όταν υπάρχουν παίκτες με προσωπικότητα, όπως αυτοί του Παναθηναϊκού, που ξέρουν ότι πρέπει να παλέψουν μπροστά στον κόσμο και να αποδείξουν ότι δεν τα παρατάνε.
Το τρίτο παιχνίδι πήγε όπως έπρεπε να πάει για να κερδίσει ο φετινός Παναθηναϊκός τη φετινή ΤΣΣΚΑ. Εμείς είχαμε πολύ άσχημα ποσοστά στα σουτ, ενώ αντίστοιχα ο Παναθηναϊκός έπαιξε πολύ physical και ήταν εύστοχος. Στο τέλος θα μπορούσαμε να το πάρουμε, αλλά θα ήταν περισσότερο σαν να “κλέβαμε” τη νίκη. Στο τέταρτο παιχνίδι αντιδράσαμε όπως έπρεπε και νομίζω ότι τελικά κερδίσαμε τη σειρά δίκαια και ξεκάθαρα”.
Η ΤΣΣΚΑ είναι μαθημένη στα φάιναλ-φορ. Αυτό θα είναι το 4ο συνεχόμενο και ουσιαστικά συνεχίζει την παράδοση των συνεχόμενων παρουσιών στους “4” από το 2003 ως σήμερα, με εξαίρεση μια και μόνο σεζόν (2011). Η πρόκριση, ωστόσο, δεν ήταν κάτι που έβαλε επιπλέον πίεση στους Μοσχοβίτες. “Το καλό φέτος είναι ότι δεν το βλέπαμε ως πίεση, αλλά ως στόχο. Δεν ήταν κάτι που έπρεπε να κάνουμε, αλλά κάτι που θέλαμε να κάνουμε και αυτό μας βοήθησε πολύ στην ψυχολογία μας και μας απελευθέρωσε. Η πίεση είναι η καλώς εννοούμενη, αυτή δηλαδή που βάζεις στον εαυτό σου για να πετύχεις κάτι που θέλεις. Δεν είναι η πίεση της καταστροφής σε περίπτωση που δεν τα καταφέρεις. Το μπάσκετ που έχουμε παίξει όλη τη χρονιά μας έχει γεμίσει αυτοπεποίθηση και ψυχολογία, κάτι που δεν συνέβη τα προηγούμενα χρόνια.
Η πίεση τα προηγούμενα χρόνια λειτούργησε ανασταλτικά κάνοντας τη μπάλα να ζυγίζει περισσότερο και τα πόδια των παικτών να είναι πιο βαριά. Δεν ήταν κίνητρο για την επιτυχία, αλλά φόβος για την αποτυχία. Αυτή είναι ακριβώς η μεγάλη διαφορά σε σχέση με φέτος. Δεν φοβόμαστε να αποτύχουμε. Θέλουμε πολύ να πετύχουμε”.
Όσο για το τι έχει κάνει την ΤΣΣΚΑ να ξεχωρίζει φέτος; “Στα παιχνίδια που παίξαμε το καλό μας μπάσκετ ήταν παιχνίδια στα οποία είχαν μοιραστεί καλά οι ρόλοι της ομάδας. Η μπάλα κυκλοφόρησε καλά και βγήκε το ταλέντο όλων των παικτών. Έχουμε πολλούς τέτοιους παίκτες και όταν καταφέρνουμε να εκμεταλλευτούμε το ταλέντο όλων, κρύβοντας παράλληλα τις αδυναμίες μας, είναι πολύ σημαντικό. Νομίζω ότι αυτό που μας έχει δώσει το κλικ παραπάνω είναι το γεγονός ότι έχουμε γίνει ακόμη πιο σοβαροί στην άμυνα. Δείχνουμε μεγαλύτερη συγκέντρωση εκεί. Αυτό μπορεί να μην μεταφράζεται εύκολα στη στατιστική, αλλά ισχύει. Ο κόσμος όταν μιλάει για άμυνα κοιτάει αποκλειστικά για το παθητικό. Αυτό δεν είναι ακριβές, όμως. Η ΤΣΣΚΑ φέτος παίζει γρήγορα και πάει πάντα τα σκορ ψηλά. Πέρσι για παράδειγμα έπαιζε ένα παιχνίδι με λιγότερες κατοχές και λιγότερους πόντους άρα. Εμείς δεν θυσιάζουμε φέτος την επίθεση μας, προς όφελος της άμυνας. Έχουμε βελτιωθεί πολύ σ’ αυτό τον τελευταίο καιρό και αυτό μας έχει γεμίσει αισιοδοξία για τη συνέχεια”.
Η βελτίωση στην άμυνα, βέβαια, οφείλεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό στον Αντρέι Κιριλένκο. “Αλλάζει 100% τον τρόπο που παίζουμε άμυνα. Αυτό όμως δίνει ο Κιριλένκο: είναι ο παίκτης που σου δίνει περισσότερες κατοχές λόγω των ριμπάουντ σε επίθεση και άμυνα, αλλά και επειδή καλύπτει όποιο λάθος γίνει στην άμυνα. Οι ψηλοί μας λειτουργούν ως φόβητρο. Όταν η επίθεση βλέπει τον Καούν, τον Βοροντσέβιτς και τον Κιριλένκο στη ρακέτα αυτό δημιουργεί ένα έξτρα πρόβλημα. Δεν είναι μόνο οι άμυνες που βγάζουν, αλλά και ο φόβος που προκαλούν. Ο αντίπαλος δεν επιχειρεί καν την προσπάθεια, γιατί ξέρει ότι μπορεί να κοπεί”.
Πέρα από τον Κιριλένκο και ο Μίλος Τεόντοσιτς κάνει μια εξαιρετική χρονιά: “Είναι ένας παίκτης με δεδομένο ταλέντο και χαρίσματα. Με το πέρασμα των ετών έχει ωριμάσει ως άνθρωπος και αυτό βγαίνει στο παιχνίδι του. Έχει κι αυτός όπως όλοι αδυναμίες, αλλά η ποιότητα του και τα πλεονεκτήματα που δίνει είναι τόσα πολλά, που αν χρησιμοποιηθούν σωστά τότε η ομάδα κερδίζει πολλά. Είναι ένας παίκτης που μας έχει βοηθήσει πολύ”.
Τέλος, αναφερόμενος στην εμπειρία της δουλειάς στο εξωτερικό υπογράμμισε ότι “Είναι καλό ότι έχουμε δημιουργήσει καλό όνομα και έχουμε κερδίσει τον σεβασμό ως Έλληνες προπονητές. Είναι κάτι που εισπράξαμε τόσο στην Τουρκία, όσο και στη Ρωσία. Βέβαια επειδή υπάρχουν μεγάλες απαιτήσεις τόσο από τους ίδιους μας τους εαυτούς, όσο και από την ομάδα, δουλεύουμε όλη την ημέρα και έτσι δεν υπάρχει χρόνος για να προσαρμοστούμε στον τρόπο ζωής στο εξωτερικό. Η ζωή του προπονητή είναι η δουλειά του. Είναι προπονήσεις, αγώνες και ταξίδια.
Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι τέτοια, δυστυχώς, που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το μέλλον των Ελλήνων προπονητών είναι έξω. Δεν είναι πολύ καλό να το ακούει κανείς αυτό, αλλά έτσι είναι”.