Επίσης, ο Χιμένεθ υπογράμμισε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα που συναντάει κάποιος προπονητής είναι η έντονη κριτική που του ασκούν όλοι, ενώ μίλησε και για το πως φαντάζεται έναν τέλεια δομημένο σύλλογο. Ο Μανόλο Χιμένεθ μίλησε στην ισπανική εφημερίδα “El Imparcial”. Αναλυτικά η συνέντευξή του:
-Είναι περίπλοκη η ζωή του προπονητή; «Μου φαίνεται δύσκολη γιατί όλος ο κόσμος ξέρει από ποδόσφαιρο και όλος ο κόσμος έχει άποψη αλλά αυτό είναι και το μεγαλείο του αθλήματος. Αν δεν είχε τέτοιο αντίκτυπο δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν και τα συμβόλαια που κυκλοφορούν. Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που κινεί μάζες, ένα δύσκολο άθλημα. Κάθε μέρα έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις. Για αυτό η ζωή του προπονητή, ως κυρίου υπευθύνου των ομάδων, είναι ολοένα και πιο δύσκολη αλλά ταυτόχρονα και πιο ενδιαφέρουσα και συναισθηματική».
-Σε έναν πάγκο έχει μεγαλύτερη αξία η ψυχολογία ή οι γνώσεις στην τακτική; «Ένας προπονητής πρέπει να ελέγχει όλους τους τομείς που επηρεάζουν το σύγχρονο ποδόσφαιρο. Πρέπει να έχει γνώσεις για τεχνική, τακτική, μεθοδολογία, προγραμματισμό και ψυχολογία. Όλα στο ποδόσφαιρο είναι σημαντικά γιατί υπάρχει μεγάλη ισορροπία και μεγάλη προετοιμασία σε όλους τους συλλόγους. Η ψυχολογία, βεβαίως, είναι πολύ σημαντική».
-Πόσο επηρεάζει το γεγονός ότι υπήρξατε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής τη δουλειάς σας ως προπονητή; «Στην προσθήκη ενός βαθμού μεγαλύτερης εμπειρίας ώστε να ξέρεις να συμβιώνεις και να διαχειρίζεσαι να αποδυτήρια. Αλλά εγώ είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι δεν είναι απαραίτητο να ήσουν ποδοσφαιριστής για να γίνεις προπονητής. Οποιοσδήποτε άνθρωπος με τις μεθόδους, τις γνώσεις και την κατάλληλη προετοιμασία μπορεί να γίνει προπονητής».
-Ποιες είναι οι πτυχές για να για να χτίσεις μια ποδοσφαιρική ομάδα; «Υπάρχουν προπονητές που έχουν την δυνατότητα που θα πάνε και να σχεδιάσουν την ομάδα. Άλλοι πρέπει να προσαρμοστούν στο μέρος όπου πάνε για να προπονήσουν και να προσαρμοστούν στους παίκτες που υπάρχουν ήδη στο ρόστερ. Τα πάντα είναι, δυστυχώς, θέμα χρημάτων, αλλά πρέπει να διαμορφώσεις ένα στιλ, έναν τρόπο προπόνησης, έναν τρόπο παιχνιδιού, ένα στιλ προπονητή και κατεύθυνσης. Από εκεί και πέρα πρέπει να προσαρμόσεις την ομάδα επάνω σου. Αν δεις ότι δεν μπορείς να προσαρμόσεις τη ομάδα σε εσένα, πρέπει να έχεις τη δυνατότητα να είσαι ευέλικτος για να προσαρμοστείς στην ομάδα και να βγάλεις την καλύτερη δυνατή παραγωγικότητα.
-Ποιο επίπεδο συμμετοχής πρέπει να έχει διοίκηση στην διαχείριση της ομάδας; “Εγώ είμαι υπέρ μιας καλής τεχνικής κατεύθυνσης. Ενός καλού αθλητικού διευθυντή και μιας τεχνικής γραμματείας που σχεδιάζει και διαμορφώνει το ρόστερ. Ψάχνοντας για τους αληθινούς στόχους της ομάδας. Ο προπονητής πρέπει να δίνει την άποψη του στις μεταγραφές και να λέει τι είδους ποδοσφαιριστές θέλει. Δυστυχώς όμως υπάρχουν πολλές ομάδες που υποθηκεύονται από την απόφαση ενός προπονητή. Ο προπονητής φεύγει λίγο καιρό αργότερα και η ομάδα μένει υποθηκευμένη με παίκτες που έχουν μεγάλα σε διάρκεια συμβόλαια».
-Ποιο είναι το κυριότερο εμπόδιο που συναντάει ο προπονητής; «Υπάρχουν πολλοί προπονητές όλοι χωρίς δίπλωμα, που έχουν άποψη, ιδιαίτερα μετά τους αγώνες».
Πόσο μεγάλη ελευθερία πρέπει να έχει ένας παίκτες μέσα στο γήπεδο; «Ο παίκτης θα πρέπει να έχει όλη την δυνατή ελευθερία ώστε να συνεισφέρει στο προς όφελος της ομάδας. Πρέπει να μπορεί να διαχειριστεί την φιλοσοφία, την στρατηγική και τις τακτικές μιας ομάδας. Φυσικά η ικανότητα αυτοσχεδιασμού και λήψεις αποφάσεων καθιστά κάποιους πιο σημαντικούς από τους άλλους. Υπάρχουν ποδοσφαιριστές που επιλύουν γιατί αποφασίζουν και άλλοι που πρέπει να τους αναλύεις συνεχώς τη φάση. Εκεί φαίνονται η κλάση και οι ικανότητες κάθε ποδοσφαιριστή. Μέσα στην τακτική του συνόλου είναι σημαντικός ο αυτοσχεδιασμός, όπως είναι πολύ σημαντικές και οι προσωπικές ικανότητες κάθε ποδοσφαιριστή.
-Ποιο είναι το επίπεδο αφοσίωσης που πρέπει να έχει ένας προπονητής στη δουλειά του; «Πιστεύω ότι είναι ένα επάγγελμα που πληρώνεται καλά στις περισσότερες των περιπτώσεων. Αλλά είναι και ένα δύσκολο επάγγελμα γιατί όλος ο κόσμος έχει το ελεύθερο να εκφράζει την άποψη του και να θέτει σε αμφιβολία τις ικανότητες του προπονητή. Παρ’όλα αυτά κανείς δεν τολμά να πει σε έναν μηχανικό ή έναν υδραυλικό τι να κάνει. Γι’αυτό οι ώρες που πρέπει να αφιερώνει ένα προπονητής είναι, στην περίπτωση μου τουλάχιστον, 24 ώρες την ημέρα. Πρέπει να ετοιμάζεις πολλά πράγματα καθημερινά».
-Γιατί αποφασίσατε να δοκιμάσετε την τύχης σας μακριά από την ισπανική Λίγκα; «Ήμουν τρεις μήνες χωρίς να προπονώ. Αυτό για εμένα, έπειτα από περισσότερα από 30 χρόνια εν δράσει ως ποδοσφαιριστής και ως προπονητής, ήταν πολύς καιρός. Δεν μου ήταν ελκυστική η ιδέα να ακούς τηλεφωνήματα του τύπου “αν αυτός ο προπονητής χάσει σε αυτό το ματς εσύ μπορείς να πάρεις τη θέση του”. Δεν ήθελα να είμαι κι άλλο καιρό σταματημένος. Δεν ξέρω πόσο θα είμαι στην Ελλάδα. Έχω συμβόλαιο για αυτό τον χρόνο και για ακόμα έναν. Αυτή η σεζόν είναι λόγο μεταβατική. Την επόμενη περιμένουν από εμένα να οργανώσω την ομάδα από την προετοιμασία. Μετά από αυτή τη σεζόν θα δούμε τι θα γίνει».
-Υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στο ισπανικό και το ελληνικό ποδόσφαιρο; «Φυσικά. Για εμένα το γεγονός ότι ήρθα στην Ελλάδα ήταν μια πρόκληση. Είναι μια χώρα που έχει μεγάλο πάθος για το ποδόσφαιρο και θέλει να φτιάξει ένα από τα κορυφαία πρωταθλήματα στην Ευρώπη. Έχουν πολλή δουλειά μπροστά τους αλλά η αλήθεια είναι πως έχουν μεγάλο ενθουσιασμό και εγώ εκτιμώ πολύ την προσπάθεια που έκανε η ΑΕΚ για να με φέρει».
-Πώς ήταν η εμπειρία σας στη Σεβίλλη; «Τότε σκεφτείτε. Πήρε την ομάδα στην 13η θέση γιατί ο Χουάντε πήγε στην Αγγλία ενώ η σεζόν είχε ξεκινήσει. Επίσης είχαμε τον θάνατο του Αντόνιο Πουέρτα με την ομάδα να είναι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Όμως οι συνεργάτες μου και εγώ φέραμε την ομάδα στην 5η θέση. Την επόμενη σεζόν ανεβάσαμε στην πρώτη ομάδα επτά παίκτες από της Ακαδημίες λόγω των τραυματισμών. Ήμασταν τρίτοι με 71 βαθμούς και στα ημιτελικά του Κυπέλλου. Την τελευταία χρονιά ήμασταν συνέχεια στις θέσεις για το Τσάμπιονς Λιγκ εκτός από δύο αγωνιστικές. Απολύθηκα έχοντας αποτύχει σε πολύ λίγα και τελικά η ομάδα τερμάτισε στην θέση που την είχα αφήσει και στον τελικό του Κυπέλλου. Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους».
-Ποια είναι η καλύτερη σας ανάμνηση από την περίοδο που βρεθήκατε στην πόλη της Σεβίλλης; «Τα πάντα. Ήμουν σε μια ομάδα που με έκανε ποδοσφαιριστή, άντρα και προπονητή. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα δέκα χρόνια που πέρασε στα τμήματα υποδομής. Πήρα την ομάδα στην τέταρτη κατηγορία και την έφτασε στην δεύτερη, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Για εμένα όλες οι αναμνήσεις από την Σεβίλλη είναι θετικές, φιλικές και με μεγάλη αγάπη».
-Τι προσφέρουν προπονητές σαν τον Μουρίνιο; «Φέρνουν επιτυχία στην ομάδα που τους προσλαμβάνει κάτι που σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να απαξιώσουμε. Οι σεζόν του Μουρίνιο έχουν μεγάλες επιτυχίες Όποιος αμφισβητεί ότι ο Μουρίνιο είναι ένας νικητής, με όλο τον σεβασμό, ασκεί δημαγωγία. Τώρα αν σου αρέσει το στιλ του ή όχι υπάρχουν όλες οι απόψεις. Εγώ πιστεύω ότι είναι ένας τεράστιος προπονητής».
-Προτιμάτε να παίζεται καλά ή να κερδίζεται αγώνες; «Να κερδίζω παίζοντας καλά. Αυτός είναι ο στόχος για όλους τους συλλόγους. Νομίζω ότι κανείς δεν θα ήταν χαρούμενος αν η ομάδα του έπαιζε όμορφα και δεν κέρδιζε τίτλους. Μιλώντας για το υψηλότερο επίπεδο τα αποτελέσματα υπερισχύουν. Πάνω απ΄ όλα όμως καταλαβαίνω πως όποιος κερδίζει συνέχεια, αυτό συμβαίνει γιατί παίζει καλά. Βέβαια είναι άλλο πράγμα να μπορείς να κάνει ένα τέλειο παιχνίδι όπως μπορεί η Μπαρτσελόνα. Δεν μπορεί όμως κάθε ομάδα να έχει την πολυτέλεια να διαθέτει τον Πικέ, τον Τσάβι, τον Μέσι και τον Ινιέστα».