Η Άρσεναλ για άλλη μία σεζόν στα χρόνια του Βενγκέρ βγήκε στο Τσάμπιονς Λιγκ, όμως πολλοί θεωρούν τη σεζόν αποτυχημένη για τους «κανονιέρηδες» λόγω έλλειψης τίτλων. Είναι όμως έτσι;
Η περίοδος που τελείωσε δεν ήταν η πιο εύκολη για τον Αρσέν Βενγκέρ. Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ήταν η πιο δύσκολη από το 1996 που πέρασε για πρώτη φορά τις πύλες του παλιού «Χάιμπουρι».
Με το ξεκίνημα της περιόδου έχασε τον μεγάλο πρωταγωνιστή της προηγούμενης περιόδου Ρόμπιν Φαν Πέρσι από την ανταγωνίστρια Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Έμεινε γρήγορα πίσω στη μάχη του τίτλου, ενώ «έπεσε» με κάτω τα χέρια στις διοργανώσεις νοκ-άουτ.
Οι «κανονιέρηδες» αγνοούν ακόμα οποιονδήποτε τίτλο μετά το Κύπελλο Αγγλίας του 2005 και έτσι ίσως για πρώτη φορά στη λονδρέζικη θητεία του, ο Αλσατός τεχνικός άκουσε αποδοκιμασίες από την εξέδρα, σκληρή κριτική από τα ΜΜΕ, ακόμα και παραινέσεις να παραιτηθεί!
Είναι όμως λογική αυτή η απαίτηση; Δικαιούνται οι φίλοι των «κανονιέρηδων» να περιμένουν δόξα κάθε χρόνο; Ή μήπως κρίνουν τον Βενγκέρ και τις κινήσεις του με βάσει εποχές που πλέον έχουν περάσει ανεπιστρεπτί;
Θα προσπαθήσουμε να πλησιάσουμε την απάντηση με βοηθό μας τον καλύτερο «δάσκαλο» που υπάρχει, δηλαδή τα ιστορικά δεδομένα.
Ο ανταγωνισμός έχει γιγαντωθεί
Από το 1996 που ο Βενγκέρ μετακόμισε στο Λονδίνο και μέχρι ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς να προσλάβει τον Ζοσέ Μουρίνιο, δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι στην Αγγλία υπήρχαν μόνο δύο ομάδες, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Άρσεναλ. Το δίδυμο αυτό κατέκτησε και τους οκτώ τίτλους από το 1996-1997 έως το 2003-2004: τρεις οι «κανονιέρηδες», πέντε οι «κόκκινοι διάβολοι».
Σε αυτό το διάστημα η Άρσεναλ ήταν πάντα πρώτη ή δεύτερη, ενώ η έλλειψη συναγωνισμού γίνεται φανερή από το γεγονός ότι στην ίδια οκταετία, το δίδυμο «έσπασε» μόλις τρεις φορές. Με τις Νιούκαστλ (1997), Λίβερπουλ (2002) και Τσέλσι (2004) να τερματίζουν δεύτερες, χωρίς όμως να εκτοπίζουν ποτέ την Άρσεναλ από την πρώτη δυάδα.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στην εικοσαετία 1984 – 2004 (διάστημα που βέβαια περιλαμβάνει και την τιμωρία των Άγγλων λόγω «Χέιζελ»), το αγγλικό πρωτάθλημα «έδωσε» μόλις μία πρωταθλήτρια Ευρώπης (Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ 1999). Ήταν μάλιστα και η μόλις δεύτερη φιναλίστ από την Αγγλία στον θεσμό το ίδιο διάστημα μετά τη Λίβερπουλ του «Χέιζελ».
Από το 2004 και μετά όμως ο ανταγωνισμός έχει γιγαντωθεί και νέοι, πανίσχυροι παίκτες μπήκαν στο παιχνίδι. Η Τσέλσι με τα ρούβλια του Αμπράμοβιτς και η Μάντσεστερ Σίτι με τα πετροδόλλαρα κατέκτησαν πρωταθλήματα και θέσεις στο Τσάμπιονς Λιγκ. Η Τότεναμ έριξε επίσης πολλά λεφτά και με μία καλή γενιά παικτών κούνησε «σεντόνι» και διεκδικεί σε μόνιμη βάση την είσοδο στην τετράδα. Αυτά χωρίς να υπολογίσουμε τις «εκρήξεις» ομάδων όπως η Λίβερπουλ, η Έβερτον, ακόμα και η Νιούκαστλ που πλασαρίστηκαν κατά καιρούς σε θέσεις Τσάμπιονς Λιγκ, περισσότερο η πρώτη, λιγότερο οι άλλες δύο.
Αποτέλεσμα; Η Αγγλία, που την 20ετία 1984-2004, είχε μόνο δύο φιναλίστ και μία πρωταθλήτρια Ευρώπης, σε εννιά σεζόν από το το 2005 μέχρι φέτος να έχει τρεις τροπαιούχες ομάδες στο Τσάμπιονς Λιγκ (Λίβερπουλ 2005, Γιουνάιτεντ 2008, Τσέλσι 2012) και πέντε φιναλίστ (Άρσεναλ 2006, Λίβερπουλ 2007, Τσέλσι 2008, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ 2009 και 2011)!
Κοιτώντας λοιπόν την πιο ολοκληρωμένη εικόνα, συμπεραίνει κανείς ότι δεν είναι πλέον καθόλου εύκολο για την Άρσεναλ να έχει την ίδια κυριαρχία με αυτή της περιόδου 1996-2004. Δεν είναι μόνο ότι γενιά όπως αυτή των «Αήττητων» του 2004 είναι δύσκολο να εμφανιστεί ξανά. Είναι και ότι ακόμα και αν σχηματιστεί πάλι μία τέτοια ομάδα, πλέον υπάρχουν πολλοί περισσότεροι και πολύ πιο ισχυροί αντίπαλοι για τον τίτλο και την τετράδα σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία.
Γιατί να διεκδικεί κάθε χρόνο πρωτάθλημα;
Χωρίς καμία διάθεση έλλειψης σεβασμού απέναντι σε μία από τις πιο ιστορικές και επιτυχημένες ομάδες στην Αγγλία, προχωρούμε πιο γενικά και κάνουμε το εξής ερώτημα: γιατί η Άρσεναλ είναι υποχρεωμένη να διεκδικεί κάθε χρόνο τον τίτλο;
Μια ματιά στην ιστορία μας δείχνει ότι με εξαιρέσεις την δεκαετία του 1930 με τα πέντε πρωταθλήματα του θρύλου Χέρμπερτ Τσάπμαν, αλλά και την οκταετία του «ολιγοπωλίου» με τη Γιουνάιτεντ (1998-2004), οι «κανονιέρηδες» ποτέ δεν ήταν συνεπείς με τις κατακτήσεις τίτλων στο Νησί. Μιλάμε ουσιαστικά για δύο διαφορετικές οκταετείς περιόδους σε 127 χρόνια ιστορίας!
Οι Λονδρέζοι κατέκτησαν το πρώτο τους μεταπολεμικό πρωτάθλημα το 1948 και έπρεπε να περιμένουν πέντε χρόνια για το επόμενο, το 1953. Ακολούθησαν 18 ολόκληρα χρόνια χωρίς πρωτάθλημα μέχρι το νταμπλ του 1971 και άλλα 18 μέχρι το επόμενο, σε εκείνο το δραματικό φινάλε του «Άνφιλντ» το 1989! Τρία χρόνια μετά ήρθε ο τίτλος του 1991, όμως οι «κανονιέρηδες» ανέμεναν άλλα επτά χρόνια μέχρι τον επόμενο του 1998. Ακόμα και οι πρώτες ομαδάρες του Βενγκέρ έπρεπε να περιμένουν μία τετραετία για να πανηγυρίσουν ξανά (2002), πριν έρθει το αήττητο, τελευταίο πρωτάθλημα του 2004.
Απλά μαθηματικά: από τον πρώτο μεταπολεμικό τίτλο του 1948 μέχρι το 2004, οι «κανονιέρηδες» κατέκτησαν οκτώ πρωταθλήματα Αγγλίας, δηλαδή κατά μέσο όρο ένα πρωτάθλημα κάθε επτά χρόνια. Φέτος συμπληρώνουν εννέα χρόνια χωρίς πρωτάθλημα, οπότε δεν είναι και πολύ μακριά από τον ιστορικό μέσο όρο «αναμονής» των τελευταίων 56 χρόνων για έναν τίτλο, σε ένα περιβάλλον όμως πιο ανταγωνιστικό από ποτέ!
Το ότι λοιπόν η Άρσεναλ είναι υποχρεωμένη κάθε χρόνο να διεκδικεί πρωτάθλημα, δεν είναι ιστορικά τεκμηριωμένο. Είναι κάτι που ο Αρσέν Βενγκέρ κατέκτησε με τη δουλειά του και τώρα έρχεται να τον καταδικάσει.
Οι πωλήσεις παικτών
Άλλος ένας τομέας για τον οποίο ο Βενγκέρ έχει ακούσει πολλά τα τελευταία χρόνια, είναι αυτός της πώλησης βασικών παικτών. Αξίζει όμως να ρίξουμε μια ματιά στην συμπεριφορά των «κανονιέρηδων» όσον αφορά τις παραχωρήσεις βασικών σε συνάρτηση με την μετέπειτα πορεία στο πρωτάθλημα τα τελευταία εννέα χρόνια.
Το 2003-2004 οι «κανονιέρηδες» πήραν το τελευταίο τους πρωτάθλημα αήττητοι και εκείνο το καλοκαίρι δεν έδωσαν κανέναν από τους βασικούς. Τη σεζόν 2004-05 τερμάτισαν δεύτεροι με 83 πόντους (και Κυπελλούχοι) και φυσικά κέρδισαν το εισιτήριο για το Τσάμπιονς Λιγκ.
Το καλοκαίρι του 2005 η Άρσεναλ πούλησε τον Πατρίκ Βιεϊρά, βγήκε στη συνέχεια τέταρτη με 67 πόντους, αλλά έφτασε για πρώτη φορά στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ όπου έχασε από τη Μπαρτσελόνα.
Ένα χρόνο αργότερα πούλησε τους Ανρί και Άσλεϊ Κόουλ, όμως τη σεζόν 2006-07 τερμάτισε τέταρτη με 68 βαθμούς. Βελτίωση ενός πόντου σε σχέση με την προηγούμενη και φυσικά έξοδος στο Τσάμπιονς Λιγκ.
Το καλοκαίρι του 2007 δεν πούλησε κανέναν βασικό και τερμάτισε τρίτη με 83 πόντους, τέσσερις πίσω από την πρωταθλήτρια Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Φυσικά κούνησε εύκολα «σεντόνι».
Το καλοκαίρι του 2008 έφυγαν οι Χλεμπ και Ζιλμπέρτο Σίλβα, αλλά οι «κανονιέρηδες» βγήκαν τέταρτοι με 72 πόντους, εξασφαλίζοντας χωρίς δυσκολία την έξοδο στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση.
Έναν χρόνο αργότερα πωλήθηκαν οι Αντεμπαγιόρ και Κόλο Τουρέ. Η ομάδα του Βενγκέρ βγήκε τρίτη με 75 πόντους (+3 από την προηγούμενη σεζόν) και ανανέωσε τη συμμετοχή στο Τσάμπιονς Λιγκ.
Το καλοκαίρι του 2010 παρ’ όλο που δεν έφυγε κανένας βασικός και αποκτήθηκαν οι Σαμάκ και Κοσιελνί, η Άρσεναλ παρουσίασε κάμψη και τερμάτισε τέταρτη με 68 πόντους, μόλις τρεις όμως πίσω από τη δεύτερη θέση.
Καλοκαίρι 2011: πωλούνται οι Κλισί, Φάμπρεγας, Εμπουέ και Νασρί. Η Άρσεναλ όμως ανεβαίνει μία θέση σε σχέση με την προηγούμενη σεζόν (τρίτη) μαζεύοντας δύο περισσότερους πόντους!
Πέρσι το καλοκαίρι έφυγαν οι Φαν Πέρσι και Σονγκ. Όμως η Άρσεναλ ξαναπήρε το εισιτήριο για το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό διασυλλογικό θεσμό. Μπορεί να τερμάτισε μία θέση κάτω σε σχέση με την περσινή σεζόν, αλλά μάζεψε περισσότερους πόντους (73 αντί 70), είχε μικρότερη διαφορά βαθμών από την πρωταθλήτρια (16 έναντι 19), ενώ πέτυχε μόλις δύο γκολ λιγότερα σε σχέση με πέρσι (72 έναντι 74).
Τι ερμηνεία δίνει κανείς στα παραπάνω; Η μία ανάγνωση είναι η έλλειψη φιλοδοξίας για την οποία κατηγορείται ο Βενγκέρ. Η δεύτερη, είναι ότι η Άρσεναλ είναι ένας οργανισμός που δεν επηρεάζεται πολύ από τις απώλειες έστω και βασικών παικτών και πετυχαίνει ανεξαιρέτως τον μίνιμουμ αγωνιστικό στόχο (έξοδος στο Τσάμπιονς Λιγκ) χωρίς μεγάλα σκαμπανεβάσματα.
Ταυτόχρονα, ο Βενγκέρ έχει καταφέρει να χτίσει ένα ολοκαίνουργιο χρυσοφόρο γήπεδο και να παραμένει χωρίς οικονομικούς πονοκεφάλους, παρ’ όλο που δεν έχει πίσω του έναν μεγιστάνα με ανεξάντλητο μπλοκ επιταγών.
Ειδικότερα σε σχέση με την περσινή σεζόν, η Άρσεναλ έχασε τα 30 γκολ του Φαν Πέρσι αλλά τα βρήκε από αλλού, με αποτέλεσμα να παραμείνει στο ίδιο επίπεδο. «Μα αν έμενε ο Ολλανδός μπορεί να έπαιρνε το πρωτάθλημα», θα μπορούσε να πει κανείς. Όμως αυτό δεν πείθει, με δεδομένο ότι ο Φαν Πέρσι είχε κλείσει οκτώ χρόνια στο Βόρειο Λονδίνο χωρίς να κατακτήσει ποτέ τον τίτλο. Τίποτε δεν μας λέει ότι θα το κατάφερνε φέτος αν έμενε.
Θύμα της επιτυχίας του
Το συμπέρασμα που βγάζουμε εμείς τουλάχιστον εξετάζοντας όλα τα παραπάνω είναι ότι ο Αρσέν Βενγκέρ, εξακολουθεί να κάνει και με το παραπάνω τη δουλειά του. Βλέποντας τουλάχιστον την ιστορική πορεία του συλλόγου μέσα στον χρόνο, αλλά και το γενικότερο περιβάλλον του αγγλικού πρωταθλήματος από τότε που ο Αλσατός κατέκτησε τον τελευταίο του τίτλο.
Παρά το γεγονός ότι κάθε χρόνο σχεδόν την τελευταία τετραετία χάνει βασικούς ποδοσφαιριστές, η Άρσεναλ διατηρείται στα ίδια επίπεδα και έχει σταθερή παρουσία στο Τσάμπιονς Λιγκ, μένοντας παράλληλα μακριά από οικονομικά προβλήματα και παίζοντας σε ένα υπερσύγχρονο γήπεδο. Κάτι για το οποίο δεν μπορεί να υπερηφανευτεί παραδείγματος χάρη μία πιο επιτυχημένη διαχρονικά αγγλική ομάδα όπως η Λίβερπουλ.
Πιστεύει κανείς ότι φίλοι της τελευταίας δεν θα αντάλλασσαν π.χ. το περσινό Λιγκ Καπ με μία έξοδο στο Τσάμπιονς Λιγκ;
Σίγουρα οι οπαδοί δεν «τρέφονται» με τα εκατομμύρια που μπαίνουν στα ταμεία, αλλά με τίτλους και στιγμές δόξας.
Ωστόσο, φαίνεται ότι ο Αλσατός έχει πέσει θύμα των προσδοκιών που ο ίδιος καλλιέργησε με το θαύμα της πρώτης οκταετίας, τότε όμως που «έπαιζε μπάλα» μόνο παρέα με τον σερ Άλεξ Φέργκιουσον και όχι με μερικούς από τους πιο πλούσιους ιδιοκτήτες ποδοσφαιρικών ομάδων που έχουν εμφανιστεί ποτέ. Και μάλιστα ταυτόχρονα!
Στην ποδοσφαιρική και οικονομική «σφαγή» που μαίνεται στην Πρέμιερ Λιγκ, ο Βενγκέρ εξακολουθεί να διαχειρίζεται έναν σύλλογο που σφύζει από υγεία. Και οι τίτλοι είναι πιθανότερο να έρθουν ξανά κάποια στιγμή σε έναν τέτοιο υγιή «οργανισμό» με σωστές και σταθερές βάσεις, ο οποίος βρίσκεται μόνιμα στο «κλαμπ» των κορυφαίων.
Arsene still knows λοιπόν, αλλά στο Βόρειο Λονδίνο ίσως χρειαστεί να τον χάσουν για να το καταλάβουν.