Από μικρό παιδί έψαχνα να βρω την αλήθεια μέσα στο ψέμα. Όχι την πραγματικότητα, μα την αλήθεια, τη φωνή των ανθρώπων μέσα στις ιστορίες και τα παραμύθια, που έφτανε σε μένα σαν το μουρμούρισμα της θάλασσας που τ΄άκουγα πεντακάθαρα, όταν έβαζα το κοχύλι στο αφτί μου.
Σ΄ αυτή την αναζήτηση με βοήθησε η γιαγιά μου, απ΄ τη μεριά του πατέρα μου, η Καλίτσα. Αυτή, λοιπόν, η γιαγιά, που με φώναζε «γιοκαράκι μου», με κάθιζε δίπλα της ατελείωτα καλοκαιρινά βράδια και αφού με τάιζε ξινό και για επιδόρπιο κομμάτια από κερήθρα με θυμαρίσιο μέλι, άρχιζε να μου αφηγείται λαϊκά παραμύθια και ιστορίες για στοιχειά και νεράιδες που παίρνουνε το νου και τη φωνή των ανθρώπων που τις συναντούν.
Τα πρωινά είχε σειρά ο παππούς. Ο Δημήτρης, ο ιππέας, ο πολεμιστής των βαλκανικών και της Μικράς Ασίας. Άλλοτε καβάλα στο γαιδούρι, πηγαίνοντας για το χωράφι, κι άλλοτε μαζεύοντας μέσα από τ΄αμπέλι τα αυγά που γεννούσαν οι αλλανιάρες κότες, έβλεπα τους μαχητές να ξεχύνονται από το στόμα του παππού και να τρέχουν δίπλα μου. Κι όταν ερχόταν ο χειμώνας, τη σκυτάλη έπαιρνε ο πατέρας μου. Καθισμένος δίπλα στη σόμπα τον άκουγα να μου αφηγείται παιδικά του βιώματα, ιστορίες του εμφυλίου και παραλλαγές των λαϊκών παραμυθιών της γιαγιάς. Μασουλώντας την κηρύθρα, το μυαλό μου κατακλυζόταν από τις αφηγήσεις. Η φαντασία μου κάλπαζε. Το φανταστικό ανακατευόταν με το πραγματικό και ολόκληροι κόσμοι ζωντάνευαν μέσα μου.
Μαθητής ακόμα του δημοτικού, άρχισα να λέω τις δικές μου ιστορίες, αλλά και λαϊκά παραμύθια όπως τα είχα βιώσει, μαθητεύοντας χωρίς να το καταλαβαίνω τότε, κοντά σ΄ αυτούς τους ανθρώπους. Πριν από κάμποσα χρόνια μετά από μια αφήγηση ιστορίας μου σε μια οικογενειακή γιορτή, ο πατέρας μου με ρώτησε πως αισθάνομαι και εγώ χωρίς να το πολυσκεφτώ, του απάντησα, «νοιώθω σαν να είμαι πιο ζωντανός, σαν να καθάρισε το αίμα μου και να ξεκάπνισε η ψυχή μου». Κι αυτός μου είπε, «αυτό να κάνεις λοιπόν, να λες πάντα ιστορίες για να καθαρίζει το αίμα σου και η ψυχή σου, να μη σταματήσεις ποτέ».
Δύο ιστορίες μου τις άκουσε πρώτη απ’ όλους, η Σάσα Βούλγαρη, φίλη και δασκάλα μου στην αφήγηση, στα σεμινάριά της «Παραμυθαίομαι» και με παρότρυνε να τις γράψω. Λίγο αργότερα, φίλοι παραμυθάδες που άκουσαν άλλες ιστορίες που έλεγα, στη «Σχολή αφηγηματικής τέχνης», όπως η Ανθή Θάνου και ο Γιώργος Ευγενικός, μου είπαν να τις βάλω στο χαρτί.
Όμως αυτό δεν ήταν κάτι απλό.
Θα σας ζητήσω να σκεφτείτε την αρχή. Τότε που ένα βιβλίο δεν είναι παρά μια κόλλα χαρτί και ο συγγραφέας κρατάει το στυλό αμήχανος και κοιτώντας το κενό μπροστά του, αναζητά. Τι να αναζητά άραγε; Τι να σκέφτεται;
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr