Για τον Bahtin επίκεντρο της μελέτης είναι η επικοινωνία και όχι η γλώσσα. Το κλειδί της γλωσσικής του θεωρίας είναι το εκφώνημα, που αποτελεί συντακτική μονάδα επικοινωνίας και έχει δύο όψεις: αντιπροσωπεύει ότι όντως λέγεται και ότι υπονοείται αλλά δεν λέγεται. Το μη εκφρασμένο προέρχεται από μία συγκεκριμένη αλληλεπίδραση μεταξύ των λέξεων και μια αλληλενέργεια μεταξύ συγγραφέα, δέκτη και...

Για τον Bahtin επίκεντρο της μελέτης είναι η επικοινωνία και όχι η γλώσσα. Το κλειδί της γλωσσικής του θεωρίας είναι το εκφώνημα, που αποτελεί συντακτική μονάδα επικοινωνίας και έχει δύο όψεις: αντιπροσωπεύει ότι όντως λέγεται και ότι υπονοείται αλλά δεν λέγεται. Το μη εκφρασμένο προέρχεται από μία συγκεκριμένη αλληλεπίδραση μεταξύ των λέξεων και μια αλληλενέργεια μεταξύ συγγραφέα, δέκτη και έργου. Η αλληλενέργεια αυτή θεμελιώνεται πάνω στο διάλογο, σε μία κοινωνία που αποδέχεται ένα συγκεκριμένο γλωσσικό κώδικα (Φρυδάκη, 2003:153-154).

Υπό αυτή την οπτική όμως μπορούμε να εξετάσουμε και τις υπερρεαλιστικές τάσεις της «ποίησης της αγανάκτησης» μέσα από το πρίσμα της νέας ποιητικής συλλογής της Ειρήνης Παραδεισανού «στη φλέβα της πέτρας» (βακχικόν, 2018). Αν μάλιστα η ποιητική της Παραδεισανού εξεταστεί υπό το πρίσμα της αναγνωστικής πρόσληψης, τότε ο υπερρεαλισμός της αποκτά μία νέα βάση προσέγγισης ως μεταγλώσσα. Η  συνάντηση του αναγνώστη, κατά τον Ρ. Valery, με τον ποιητή είναι μοναδική, αφού κάθε ποίημα και κάθε στίχος έχουν το νόημα που τους δίνει ο καθένας (Αργυρίου).

Και αυτός ακριβώς ο κοινός κώδικας μεταξύ δημιουργού και αναγνώστη είναι που διακρίνει τις υπερρεαλιστικές τάσεις της νέας χιλιετίας από τους πρωτεργάτες του κινήματος στο μεσοπόλεμο. Σήμερα, άλλωστε, ο υπερρεαλισμός λειτουργεί ως μία αλληγορία που ισορροπεί μεταξύ της αισθητικής πρόσληψης του κειμένου και της αναγνωστικής ανταπόκρισης, από τη μια, και ενός συναισθήματος που πηγάζει από την επιλογή των λέξεων και του κοινού βιώματος, από την άλλη (δεν είναι τίποτα πιο πέρα για να δείτε, μονόπρακτο, κύμα). Ξεπερνά την ονειρική διάσταση που τον είχαν τοποθετήσει οι αρχέγονοι υπερρεαλιστές, ώστε από την ποίηση ο καθένας να κερδίζει εκείνο που μπορεί να εισπράξει. Δεν υπάρχει μία και μοναδική μέθοδος για να χειριζόμαστε το κάθε ποίημα. Απαιτείται μια εύκαμπτη διαδικασία μέσα από την οποία να κατανοούμε τη φύση του ποιήματος (Scholes).

Η αναγνωστική ανταπόκριση του Iser (1976:128) εκκινεί από την αλλαγή της αντίληψης για το κείμενο, καθώς πλέον αυτό δεν έχει έναν τετελεσμένο χαρακτήρα ως μονόπλευρα προσδιορισμένης αναπαράστασης. είναι μία συνιστώσα απροσδιοριστίας, η οποία επιτρέπει τη συμμετοχή του αναγνώστη στην παραγωγή νοήματος. Το κείμενο έχει πάψει να θεωρείται ένα κλειστό και αυτάρκες σύμπαν που νοηματοδοτείται από τους ειδικούς, όπως δίδαξε μοντερνισμός με τη “βιομηχανία” των επαγγελματιών ερμηνευτών, κριτικών και φιλολόγων.

Έτσι και ο σύγχρονος υπερρεαλισμός, πιο κοντά στον εξπρεσιονισμό, λειτουργεί αδιαμεσολάβητα. Αποτελεί ένα ανοιχτό σύστημα που διατηρεί μία διαφορετική αλληλεπίδραση με τους αναγνώστες και μία ερμηνευτική πολυφωνικότητα. Έρχεται σε άμεση επαφή με την ιστορική πραγματικότητα, “εκλογικεύεται” μεταφέροντας το βάρος της εμπειρίας των κοινωνικών ανατροπών της νέας χιλιετίας και αναβαπτίζεται μέσα στις νέες κοινωνικές συνθήκες, άρνησης και «αγανάκτησης». Η τοποθέτηση των λέξεων μέσα στα ρητορικά σχήματα με αλληγορική διάθεση και η αντίληψη του κώδικα δημιουργούν ένα ανοιχτό κείμενο, όπως το έβλεπε ο Eco, ή ένα απροσδιόριστο κείμενο όπως το έβλεπε ο Iser. Άλλωστε, το υπερρεαλιστικό κείμενο από μόνο του επιβεβαιώνει τη θέση του Iser πως το «δεν είναι ούτε αντανάκλαση ούτε παρέκκλιση σε σχέση με μία αυστηρά καθορισμένη πραγματικότητα∙ είναι μία σχέση αλληλεπίδρασης μέσα στην οποία μπορούν να γίνουν αντιληπτές και οι θεμελιώδεις λειτουργίες του σε ένα συγκείμενο πραγματικότητας» (1976:133).

Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr