Στο μοντέλο της «αρνητικής γνώσης» του Adorno η λογοτεχνία αποκαλύπτει τις αντιφάσεις της πραγματικότητας ως αρνητική γνώση της αφήγησης. Και η ποίηση για εκείνον οφείλει να ξεπερνά τις κομφορμιστικές νόρμες της πολιτισμικής βιομηχανίας. Η καλή λογοτεχνία πρέπει να είναι δύσκολη για να μπορέσει να αντισταθεί στις προσπάθειες εξουδετέρωσης της πολιτιστικής βιομηχανίας. Για αυτόν «η έκφραση βιομηχανία δεν πρέπει να παίρνεται κατά λέξη. Αναφέρεται στην τυποποίηση των ίδιων των πραγμάτων[…] και στον εξορθολογισμό των τεχνικών διάδοσης, όχι όμως αυστηρά στη διαδικασία παραγωγής […] Αυτό που πουλιέται είναι γενικά άκριτη συναίνεση και γίνεται διαφήμιση του κόσμου, όπως κάθε προϊόν της πολιτιστικής βιομηχανίας είναι διαφήμιση του εαυτού του[…]» (Adorno, 2000α:21-22). Με τον Horkheimer έγραφαν το 1944 στην εισαγωγή της «Διαλεκτικής του Διαφωτισμού» πως «όταν η δημοσιότητα έχει περιέλθει σε μία κατάσταση, στην οποία αναπόδραστα η σκέψη γίνεται εμπόρευμα και η γλώσσα εξύμνησή του, τότε η προσπάθεια εξιχνίασης αυτής της διαστροφής πρέπει να αρνηθεί την υπακοή στις ισχύουσες γλωσσικές και νοηματικές απαιτήσεις προτού τη ματαιώσουν εντελώς οι κοσμοϊστορικές συνέπειες της τελευταίας» (Adorno, 2000α:9).
Η νέα ποιητική συλλογή της Κατερίνας Ζησάκη («μισέρημος», Μανδραγόρας, 2018) καταφέρνει από μόνη της να αντισταθεί στην βιομηχανία της κουλτούρας. Με την εισαγωγή υπερρεαλιστικών στοιχείων και τα βαθιά νοήματα και την πολυσημία της ξεπερνά τα εμπόδια που θέτει η κυρίαρχη μαζική κουλτούρα και στρέφει το κοινό σε βαθύτερες αναζητήσεις, θέτοντας στο επίκεντρο τον φόβο, τον ατομικό πόνο με μεστότητα και μία ξεχωριστή γλώσσα.
Η εναλλαγή στις ποιητικές φωνές με τη μετάβαση από τον πρωτοενικό υποκριτή στον πρωτοπληθυντικό και οι απευθύνσεις στο βουβό β΄ ενικό, ανασχηματίζουν τον ποιητικό χώρο μέσα στη σουρεαλιστική εναλλαγή σκηνών και του προσδίδουν μία σκηνικότητα. Η σκηνοθεσία και η λεκτική κινητικότητα στις συνθέσεις διαμορφώνουν μία σκηνική ποιητικότητα μετατρέποντας τον ακροατή σε θεατή. Το α’ πληθυντικό (λαϊκή του Σαββάτου, η κυρα-Θάνατος, αγώνας) φέρνει σε διάλογο το ποιητικό υποκείμενο -που ενίοτε εκφράζεται με το προσωπείο του α’ ενικού (πάσα από Αναγνωστάκη για αδέξιους παίκτες, η κυρα-Θάνατος, φωτογράφος ζητείται για το κενό, πλατεία Αμερικής, και το όνομα Αυτού)- με τη συλλογική συνείδηση. Εξάλλου, όλη η συλλογή είναι διανθισμένη με το διαλογικό στοιχείο (ποίημα για το τέλος του κόσμου, πικρό, Πρωτοχρονιά, χιόνια, παρεξήγηση) ή με ερωτήσεις (το οικόσιτο τέρας, μισέρημος, αμανές, νεκροσπεκτίβα, γυναίκα πουλί), διαμορφώνοντας ένα σκηνικό περιβάλλον. Η παραστατικότητα εμπλέκει τον ακροατή/αναγνώστη στην ποιητική δράση. Με αφαιρετικότητα η Ζησάκη στήνει το δικό της υπερρεαλιστικό σκηνικό δίνοντας έμφαση στις λέξεις και λιγότερο στη δράση. Έτσι, ο ποιητικός της λόγος λειτουργεί σε ένα φανταστικό πεδίο, όπου ο ακροατής/αναγνώστης εισέρχεται μέσα από τη γλώσσα σε ένα κόσμο μεταμορφωμένο σαν σε μία θεατρική σκηνή.
Σε συνδυασμό με το έντονο στοιχείο της ειρωνείας, η θεατρικότητα αποκτά χαρακτηριστικά μιας ονειρικής κατάστασης, με νεκρούς, ματαιώσεις, αναπάντητες ερωτήσεις, μεταβαλλόμενες σκηνές. Έτσι, η ειρωνεία διατηρεί ένα πρόσθετο λειτουργικό ρόλο στη φόρμα, πέραν της αποτύπωσης του συναισθήματος της απογοήτευσης και της διαρκούς ματαίωσης (το οικόσιτο τέρας, πάσα από Αναγνωστάκη για αδέξιους παίκτες, γυναίκα πουλί, παρεξήγηση, βάσανος, η κυρα-Θάνατος αγώνας). Η ποιητική ειρωνεία άλλοτε εκφράζεται με την αντίθεση (η μικρή του νεκροταφείου, πικρό, λαϊκή του Σαββάτου, τα κορίτσια της Κυριακής) και άλλες φορές με την άρνηση (ποίημα για το τέλος του κόσμου, Πρωτοχρονιά).
Ο υπερρεαλισμός της Ζησάκη, με τη φρεσκάδα της νέας εποχής, φέρνει μία νέα σημειωτική καταργώντας τους περιορισμούς του λογικού πρότυπο οργάνωσης του ποιήματος. Με ελευθερία προχωρά στη συνειρμική σύνδεση εικόνων και νοημάτων (η μικρή του νεκροταφείου, προϊστορία, μισέρημος, νεκροσπεκτίβα). Τολμηρές μετακινήσεις στην κίνηση του μύθου και θαρραλέες εικόνες δυναμιτίζουν το αναμενόμενο (ποίημα για το τέλος του κόσμου, τα οικόσιτο τέρας, πάσα από Αναγνωστάκη για αδέξιους παίκτες, αμανές, και το όνομα Αυτού, γυναίκα πουλί). Αποαυτοματοποιούν την προσδοκία του αναγνώστη/ακροατή. Οι κώδικες των συνθέσεων της δεν ταυτίζονται με τις γλωσσικές νόρμες∙ όχι τόσο σε συνταγματικό επίπεδο όσο στη σύνδεση νοημάτων και εικόνων (μισέρημος, χιόνια, φωτογράφος ζητείται για το κενό, τα κορίτσια της Κυριακής, βάσανος). «Η σύνδεση του κειμένου βασίζεται στη συνειρμική διαδικασία. Αναπτύσσει στο μέγιστο βαθμό τις συνδηλώσεις, από όπου πηγάζει και ο πολυσημικός χαρακτήρας του» (πάσα από Αναγνωστάκη για αδέξιους παίκτες, Πρωτοχρονιά, η κυρα-Θάνατος) (Καψωμένος, 2005:158).
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr