Ο σέντερ της Μπάγερν Μονάχου έδωσε συνέντευξη στην Ευρωλίγκα μιλώντας για τις στιγμές που έζησε απέναντι στον φονικό τυφώνα Κατρίνα το 2015, σε ηλικία 15 ετών.
“Ήμουν δευτεροετής στο Λύκειο και ζούσαμε περίπου 15 λεπτά από το κέντρο της Νέας Ορλεάνης. Θυμάμαι την ημέρα που η οικογένειά μου χρειάστκε να εκκενώσει την πόλη. Παρακολουθούσαμε τα νέα γιατί υπήρχαν προειδοποιήσεις για τυφώνες πρακτικά κάθε χρόνο, κάθε χρόνο υπήρχε ένας στον κόλπο του Μεξικού, έπρεπε να έχουμε το νου μας. Εκείνη τη φορά ήταν ένας κακός τυφώνας και η πόλη συνέστησε στους κατοίκους να την εγκαταλείψουν, οπότε φύγαμε και πήγαμε στο Χιούστον (500 χιλιόμετρα δυτικά της Νέας Ορλεάνης”. Έφυγα με την οικογένειά μου και ήμασταν αρκετά τυχεροί που όλη η οικογένεια κατάφερε να μείνει ενωμένη: τρεις από το σπίτι μου, η μητέρα μου, εγώ και η αδρφή μου, αλλά συνολικά 15-20 άτομα. Πάντα σκέφτομαι ότι ήμασταν πολύ τυχεροί που ήμασταν όλοι μαζί, ήταν χειρότερα για πολλές άλλες οικογένειες”.
Ο Μονρό και η οικογένειά του περίμεναν ότι η μετακόμιση θα ήταν προσωρινή, όμως η βιαιότητα του τυφώνα Κατρίνα, που στέρησε τη ζωή σχεδόν 2.000 ανθρώπων και προκάλεσε ζημιές σχεδόν 100 δις δολαρίων τους άλλαξε τα σχέδια.
“Φύγαμε για το Χιούστον και μέναμε σε ένα ξενοδοχείο για μέρικές μέρες όταν τελικά καταλάβαμε τι είχε συμβεί. Καταλάβαμε ότι η καταιγίδα είχε χτυπήσει ακριτώς στην πόλη της Νέας Ορλεάνης και από εκεί και πέρα όλα κατέρρευσαν σαν ντόμινο. Όλοι ξέραμε ότι θα χτυπηθεί η πόλη, αλλά κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πόσο άσχημο θα ήταν. Βγήκαμε εκτός κινδύνου και ξέραμε ότι θα υπήρχαν ζημιές, αλλά όχι σε αυτή την έκταση. Πήγαμε στο Χιούστον και θεωρούσαμε ότι θα μέναμε 3-4 μέρες, αλλά καταλήξαμε να μείνουμε για 1.5 μήνα”.
Όταν επέστρεψαν στο σπίτι τους, υπήρχε πολύ δουλειά μπροστά τους. Έπρεπε να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους και τις ζωές τους.
“Υπήρχαν πολλές ζημιές. Ο πρώτος όροφος του σπιτιού είχε πλημμυρίσει οπότε έπρεπε να αλλάξουμε τα πάντα: τα έπιπλα, το πάτωμα, τις ηλεκτρικές συσκευές. Η στέγη είχε μια τρύπα. Αλλά ήμασταν τυχεροί που ήμασταν σε θέση να πάμε στο σπίτι μας, γιατί πολλά άλλα είναι ακόμη ακατοίκητα μέχρι σήμερα”.
Ο τρόπος που ο Μονρό βλέπει τη ζωή άλλαξε τότε.
“Βλέπω τη ζωή από διαφορετική οπτική μετά από αυτό. Εκτιμώ περισσότερο ότι μου συμβαίνει. Σαν έφηβος ήμουν σε διαδικασία ωρίμανσης, αλλά ταυτόχρονα αρκετά μεγάλος για να είμαι σε θέση να καταλάβω τι συνέβαινε. Αυτό που πέρασα μου έδωσε μια διαφορετική οπτική στη ζωή, όλοι όσοι το έζησαν ήταν ωριμότεροι μετά. Πρέπει να το κάνεις, πρέπει να βγεις δυνατότερος για να συνεχίσεις τη ζωή σου”.
Σε εκείνες τις δύσκολες στιγμές, ήταν μάρτυρας του πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει ο αθλητισμός σε μια πόλη που ακόμα μετρούσε τις πληγές της.
“Ο αθλητισμός ήταν καταφύγιο για όλους εκείνη την εποχή στην Νέα Ορλεάνη. Τους έφερε όλους πιο κοντά. Ο αθλητισμός ήρθε στο προσκήνιο γιατί δεν υπήρχαν πολλά για να κάνει κανείς, πολλά μαγαζιά και επιχειρήσεις ήταν κλειστά. Οπότε το να πας να παρακολουθήσεις αγώνες, από το λύκειο, το κολλέγιο ή τους επαγγελματικούς έγινε μια ασχολία. Οι άνθρωποι μπορούσαν να διασκεδάσουν και να ξεχάσουν όλα τα υπόλοιπα.
Πολλοί από τους αθλητές στις πόλεις ήταν εξαιρετικά πρότυπα. Άνθρωποι σαν τον Ντρου Μπρις και τον Κρις Πολ. Ο τρόπος που αγκάλιασαν την πόλη και βοήθησαν με όποιο τρόπο μπορούσαν να επιταχυνθεί η διαδικασία ίασης της. Η πόλη θα είναι πάντα ευγνωμονούσα για όσα έκαναν. Αυτό έχει μείνει μέσα μου και πλέον προσπαθώ να δίνω όσα περισσότερα μπορώ, να φέρομαι σωστά και να αντιλαμβάνομαι ότι το να είμαι επαγγελματίας αθλητής είναι προνόμιο. Είναι καθήκον μας να δίνουμε καλό παράδειγμα στους νέους”.