Τριάντα χρόνια συμπληρώνονται την Τρίτη από τον θάνατο ενός μεγάλου του ποδοσφαίρου, με τραγικές συνθήκες που σημάδεψαν τον ΠΑΟΚ. Σαν σήμερα, 31 Μαΐου 1981, άφησε την τελευταία πνοή του στον πάγκο του ΠΑΟΚ ο Ούγγρος αλησμόνητος τεχνικός, Γκιούλα Λόραντ, στην διάρκεια του αγώνα πρωταθλήματος με τον Ολυμπιακό, που έμελλε να μην τον τελειώσει ποτέ.
Ο Γκιούλα Λόραντ γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1923. Όντας προικισμένος ποδοσφαιριστής, υπήρξε στέλεχος της μεγάλης εθνικής Ουγγαρίας της δεκαετίας του ’50. Δύο χρόνια μετά την απώλεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1954, αυτομόλησε στη Γερμανία. Εκεί πέρασε και τα περισσότερα χρόνια της προπονητικής καριέρας του, περνώντας από τους πάγκους ομάδων όπως η Άϊντραχτ, η Μπάγερν Μονάχου και η Σάλκε.
Στην Ελλάδα ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 και συνέδεσε το όνομα του με τον τίτλο που κατέκτησε ο «Δικέφαλος του Βορρά» τη σεζόν 1975-76, πανηγυρίζοντας το πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας του και σπάζοντας το κατεστημένο της Αθήνας. Αποχώρησε από τη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του ’76, όμως επέστρεψε στην ομάδα το 1980. Στην Ευρώπη πολλοί θα θυμούνται τη σπουδαία νίκη επί της Μπαρτσελόνα με 1-0 στην Τούμπα, αλλά κυρίως το επαναστατικό ποδόσφαιρο που εφάρμοσε με τους παίκτες του και την μοναδική τεχνική του αιφνιδιασμού.
Ο Γιώργος Κούδας, ο Κούλης Αποστολίδης, ο Σταύρος Σαράφης, ο Παναγιώτης Κερμανίδης, αλλά και τα άλλα σημαντικά ονόματα του εξαιρετικού ΠΑΟΚ της εποχής εκείνης θυμούνται τον αείμνηστο τεχνικό, ο οποίος έφερε την επανάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ο Γιώργος Κούδας λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Πολλά μπορείς να πεις και ακόμα περισσότερα να θυμηθείς από τον Γκιούλα Λόραντ, έναν άνθρωπο με αρχές και αυστηρές αντιλήψεις, αλλά τόσο καλόκαρδο και οικείο σε όλους μας. Θα θυμηθώ ένα χαρακτηριστικό στη μεγάλη μας νίκη επί του Ολυμπιακού με 0-4 στο “Καραϊσκάκη” τον Ιανουάριο του ’76. Μου έδωσε εντολή να μην βγαίνω καν από το ημικύκλιο του κέντρου του γηπέδου και να στέλνω σέντρες στους επιθετικούς της ομάδας. Μας ανέλυσε το σύστημα και μας είπε πως, αν το ακολουθούσαμε, θα κερδίσουμε και με μεγάλο σκορ διαφοράς. Εγώ δεν είχα συνηθίσει έτσι και έπαιζα σε όλο το μήκος του γηπέδου, βγαίνοντας από συνήθεια και αγωνιστική τακτική στην επίθεση. Αναγκάστηκα λοιπόν στο πρώτο ημίχρονο να είμαι περιορισμένος και να στέλνω μπαλιές, μια από τις οποίες έδωσε στον Tερζανίδη την ευκαιρία για το πρώτο γκολ. Στην επανάληψη, όμως, δεν άντεξα να παίζω έτσι στο κέντρο και βγήκα μπροστά και είχα την ευκαιρία να πετύχω άλλα δυο γκολ, με τον Γκουερίνο να κλείνει το σκορ στο 0-4. Στο τέλος του αγώνα στα αποδυτήρια κι ενώ όλοι ήμασταν έκπληκτοι με την επαλήθευση της εξέλιξης του αγώνα, αφού ό,τι είχε πει, επιβεβαιώθηκε στον αγωνιστικό χώρο, μου έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο και μου είπε: “Είδες τι σου έλεγα πριν από το παιχνίδι, να με ακούς”. Θα τον θυμάμαι πάντα, γιατί μας έμαθε σωστό ποδόσφαιρο και κυρίως με τον τραγικό και απροσδόκητο θάνατό του σημάδεψε όλη τη ζωή και την καριέρα μας».
Ο Παναγιώτης Κερμανίδης, προερχόμενος κι αυτός από την ποδοσφαιρική σχολή της Ουγγαρίας, θυμάται: «Είχα την ευτυχία να τον γνωρίσω σαν ποδοσφαιριστής και να τον ζήσω ίσως περισσότερο από τους συμπαίκτες μου, γιατί είχα το επιπλέον εφόδιο της γλώσσας, οπότε ήξερα και τις συνήθειες και την νοοτροπία του. Σε πολλές περιπτώσεις έκανα και την μετάφραση στις προπονήσεις ή στις συνεντεύξεις του. Ήταν ένας άνθρωπος για το ποδόσφαιρο. Ήξερε πολλά και μας τα μετέδιδε. Δίκαιος με όλα τα παιδιά και αυστηρός. Σκληρός ώρες-ώρες. Αλλά πάντα δίκαιος. Μας έμαθε να παίζουμε με σύστημα και τακτική. Πριν από αυτόν τα περισσότερα πράγματα χαρακτηρίζονταν από ερασιτεχνισμό. Μας έβαλε να κάνουμε σκληρές και πρωινές προπονήσεις. Μπορούσε να μετατρέψει έναν επιθετικό σε άριστο αμυντικό και να κάνει έναν παίκτη πραγματικό εργαλείο. Την μέρα και την σκηνή του θανάτου του, εκείνον τον Μάιο δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ηταν μια συγκλονιστική μέρα».